νεόδρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεόδρεπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κόπηκε πρόσφατα<br /><b>2.</b> (για βωμούς) αυτός που έχει στεφανωθεί με φρεσκοκομμένα [[άνθη]] («ποπανεύματα... κατέθεντο νεοδρέπτων ἐπὶ βωμῶν», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρεπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρέπτω]] «[[κόβω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>δρεπτος</i>].
|mltxt=[[νεόδρεπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κόπηκε πρόσφατα<br /><b>2.</b> (για βωμούς) αυτός που έχει στεφανωθεί με φρεσκοκομμένα [[άνθη]] («ποπανεύματα... κατέθεντο νεοδρέπτων ἐπὶ βωμῶν», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρεπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρέπτω]] «[[κόβω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>δρεπτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεόδρεπτος:''' ον ([[δρέπω]]), [[φρεσκοκομμένος]], <i>βωμοὶ νεόδρεπτοι</i>, βωμοί στολισμένοι με φρεσκοκομμένα λουλούδια.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόδρεπτος Medium diacritics: νεόδρεπτος Low diacritics: νεόδρεπτος Capitals: ΝΕΟΔΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: neódreptos Transliteration B: neodreptos Transliteration C: neodreptos Beta Code: neo/dreptos

English (LSJ)

ον,

   A fresh-plucked or broken, κλάδοι A. Supp.334, cf. Nic.Th.863 ; ν. βωμοί wreathed with fresh-plucked leaves, Theoc.26.8.

German (Pape)

[Seite 241] neu, frisch gepflückt; κλάδοι, Aesch Suppl. 329; sp. D., wie Theocr. 26, 8, Nic. Th. 863, Opp. Hal. 1, 198.

Greek (Liddell-Scott)

νεόδρεπτος: -ον, ὁ νεωστὶ ἀποκοπεὶς ἢ θραυσθείς, κλάδοι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 333, πρβλ. Νικ. Θηρ. 863· βωμοὶ ν., ἐστεμμένοι, κεκοσμημένοι διὰ προσφάτως κεκομμένων ἀνθέων, Θεόκρ. 26. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fraîchement cueilli.
Étymologie: νέος, δρέπω.

Greek Monolingual

νεόδρεπτος, -ον (Α)
1. αυτός που κόπηκε πρόσφατα
2. (για βωμούς) αυτός που έχει στεφανωθεί με φρεσκοκομμένα άνθη («ποπανεύματα... κατέθεντο νεοδρέπτων ἐπὶ βωμῶν», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -δρεπτος (< δρέπτω «κόβω»), πρβλ. ά-δρεπτος].

Greek Monotonic

νεόδρεπτος: ον (δρέπω), φρεσκοκομμένος, βωμοὶ νεόδρεπτοι, βωμοί στολισμένοι με φρεσκοκομμένα λουλούδια.