ξεναγέω: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> conduire des étrangers;<br /><b>2</b> commander des soldats étrangers.<br />'''Étymologie:''' [[ξεναγός]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> conduire des étrangers;<br /><b>2</b> commander des soldats étrangers.<br />'''Étymologie:''' [[ξεναγός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξενᾱγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[ξεναγός]], δηλ. [[αρχηγός]] των μισθοφόρων, σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[οδηγώ]] τους ξένους και τους [[δείχνω]] τα αξιοθέατα, σε Λουκ. — Παθ., απρόσ., <i>ἄριστά σοι ἐξενάγηται</i>, το [[αποτέλεσμα]] της δουλειάς [[σου]] ως ξεναγού υπήρξε τέλειο, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενᾱγέω Medium diacritics: ξεναγέω Low diacritics: ξεναγέω Capitals: ΞΕΝΑΓΕΩ
Transliteration A: xenagéō Transliteration B: xenageō Transliteration C: ksenageo Beta Code: cenage/w

English (LSJ)

   A to be a leader of mercenaries, ξ. ξενικοῦ X.HG4.3.15, cf. 4.3.17, D.23.139, Arr.Fr.99J.    II guide strangers, show them the sights, ἄριστά σοι ἐξενάγηται your work as a guide has been done excellently, Pl.Phdr.230c ; ξεναγούμενος one seeing the sights, ibid. ; ξενάγησόν με νέηλυν ὄντα Luc.DMort.18.1, cf. Cont.I : metaph., generally, guide, direct, Alciphr.1.26 ; ξ. τινὰ πρὸς τὰς Μούσας Them.Or.9.123b, cf. Ph.2.330 :—Pass., ὑπὸ σοφίας ξ. Id.1.630.    III Med., receive hospitality, Procop.Goth.3.9 :—so in Pass., ib.4.22.

German (Pape)

[Seite 275] Gäste oder Fremde herumführen und ihnen die Merkwürdigkeiten des Ortes zeigen; ξεναγουμένῳ τινὶ καὶ οὐκ ἐπιχωρίῳ ἔοικας, Plat. Phaedr. 230 c; ὥςτε ἄριστα ἐξενάγηται, ibd.; Sp., ξενάγησόν με νέηλυν ὄντα, Luc. D. Mort. 18, 1; vgl. bes. Cont. 1; Alciphr. 1, 26. – Nach den VLL. auch = ξενοδοχεῖν. – Bei Xen. auch = Anführer der Miethstruppen sein, οὗ Ἡριππίδας ἐξενάγει ξενικοῦ, Hell. 4, 2, 17; Agesil. 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ξενᾱγέω: εἶμαι ξεναγός, ἤτοι ἀρχηγὸς τῶν μισθοφόρων, ξεν. τοῦ ξενικοῦ Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 15 καὶ 17, Δημ. 665. 25. ΙΙ. ὁδηγῶ τοὺς ξένους ἐπιδεικνύων αὐτοῖς τὰ ἀξιοθέατα, ἄριστά σοι ἐξενάγηται, τὸ ἔργον σου ὡς ξεναγοῦ ὑπῆρξε τέλειον, Πλάτ. Φαῖδρ. 230C· ξεναγούμενος, ὁ ὁδηγούμενος ὡς ξένος καὶ βλέπων τὰ ἀξιοθέατα μέρη, αὐτόθι· ξενάγησόν με νέηλυν ὄντα Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 18. 1, πρβλ. Χάρ. ἢ Ἐπισκοπ. 1· μεταφορ., ξεν. τινὰ πρὸς τὰς Μούσας, πρὸς τὴν ἀλήθειαν Θεμίστ. 123Β, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 conduire des étrangers;
2 commander des soldats étrangers.
Étymologie: ξεναγός.

Greek Monotonic

ξενᾱγέω: μέλ. -ήσω,
I. είμαι ξεναγός, δηλ. αρχηγός των μισθοφόρων, σε Ξεν., Δημ.
II. οδηγώ τους ξένους και τους δείχνω τα αξιοθέατα, σε Λουκ. — Παθ., απρόσ., ἄριστά σοι ἐξενάγηται, το αποτέλεσμα της δουλειάς σου ως ξεναγού υπήρξε τέλειο, σε Πλάτ.