νυκτομαχέω: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />combattre la nuit.<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[μάχομαι]]. | |btext=-ῶ :<br />combattre la nuit.<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[μάχομαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νυκτομᾰχέω:''' ([[μάχομαι]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μάχομαι]] κατά τη [[διάρκεια]] της νύχτας, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A fight by night, Plu.Cam. 36, App.BC5.35, etc. : metaph., ν. τῇ παρθένῳ ἐρωτικῶς Aristaenet.1.10.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτομᾰχέω: μάχομαι κατὰ τὴν νύκτα, Πλουτ. Κάμιλλ. 36, Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 35, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
combattre la nuit.
Étymologie: νύξ, μάχομαι.
Greek Monotonic
νυκτομᾰχέω: (μάχομαι), μέλ. -ήσω, μάχομαι κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε Πλούτ.