οἰκοδόμος: Difference between revisions
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
(28) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[οικοδόμος]])<br />αυτός που οικοδομεί, [[κτίστης]] («[[χωρίον]] ἡμῑν τειχίσουσιν, οἰκοδόμους πολλοὺς ἔχοντες», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διευθύνει την [[οικοδόμηση]], που εποπτεύει στις οικοδομικές εργασίες («[[οικοδόμος]] [[μηχανικός]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[κύριος]] [[πρωτεργάτης]] μιας προσπάθειας, ο [[δημιουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[δέμω]] «[[χτίζω]], [[κατασκευάζω]]»), <b>πρβλ.</b> [[λιθο]]-[[δόμος]], <i>πυργο</i>-[[δόμος]]. | |mltxt=ο (Α [[οικοδόμος]])<br />αυτός που οικοδομεί, [[κτίστης]] («[[χωρίον]] ἡμῑν τειχίσουσιν, οἰκοδόμους πολλοὺς ἔχοντες», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διευθύνει την [[οικοδόμηση]], που εποπτεύει στις οικοδομικές εργασίες («[[οικοδόμος]] [[μηχανικός]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[κύριος]] [[πρωτεργάτης]] μιας προσπάθειας, ο [[δημιουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[δέμω]] «[[χτίζω]], [[κατασκευάζω]]»), <b>πρβλ.</b> [[λιθο]]-[[δόμος]], <i>πυργο</i>-[[δόμος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οἰκοδόμος:''' ὁ ([[δέμω]]), [[χτίστης]], [[αρχιτέκτονας]], σε Ηρόδ., Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ (parox.),
A builder, architect, Hdt.2.121. α', Ar.Fr.180, Pl.Prt.319b, Supp.Epigr.4.105, etc.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδόμος: ὁ, ὁ οἰκοδομῶν, κτίστης, ἀρχιτέκτων, Ἡρόδ. 2. 121, 1, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 223, Πλάτ. Πρωτ. 319Β, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
architecte, bâtisseur.
Étymologie: οἶκος, δέμω.
Greek Monolingual
ο (Α οικοδόμος)
αυτός που οικοδομεί, κτίστης («χωρίον ἡμῑν τειχίσουσιν, οἰκοδόμους πολλοὺς ἔχοντες», Ξεν.)
νεοελλ.
1. αυτός που διευθύνει την οικοδόμηση, που εποπτεύει στις οικοδομικές εργασίες («οικοδόμος μηχανικός»)
2. μτφ. ο κύριος πρωτεργάτης μιας προσπάθειας, ο δημιουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -δόμος (< δόμος < δέμω «χτίζω, κατασκευάζω»), πρβλ. λιθο-δόμος, πυργο-δόμος.
Greek Monotonic
οἰκοδόμος: ὁ (δέμω), χτίστης, αρχιτέκτονας, σε Ηρόδ., Πλάτ.