ὄθριξ: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(Bailly1_4)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=[[ὄτριχος]] (ὁ, ἡ)<br />à chevelure <i>ou</i> crinière semblable.<br />'''Étymologie:''' préf. ὀ-, [[θρίξ]].
|btext=[[ὄτριχος]] (ὁ, ἡ)<br />à chevelure <i>ou</i> crinière semblable.<br />'''Étymologie:''' préf. ὀ-, [[θρίξ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὄθριξ:''' γεν. <i>ὄτρῐχος</i>, ποιητ. αντί <i>ὁμό-[[θριξ]]</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, αυτός που έχει όμοιες [[τρίχες]], μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄθριξ Medium diacritics: ὄθριξ Low diacritics: όθριξ Capitals: ΟΘΡΙΞ
Transliteration A: óthrix Transliteration B: othrix Transliteration C: othriks Beta Code: o)/qric

English (LSJ)

gen. ὄτρῐχος, poet. for ὁμόθριξ, ὁ, ἡ,

   A with like hair, ἵπποι Il. 2.765, prob. l. for ὁμότριχας, Sophr.52.

German (Pape)

[Seite 296] ὄτριχος, p. = ὁμόθριξ, mit gleichem Haare, Il. 2, 765, ὄτριχες ἵπποι.

Greek (Liddell-Scott)

ὄθριξ: γεν. ὄτρῐχος, ποιητ. ἀντὶ ὁμόθριξ, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὁμοίας τρίχας, Ἰλ. Β. 765.

French (Bailly abrégé)

ὄτριχος (ὁ, ἡ)
à chevelure ou crinière semblable.
Étymologie: préf. ὀ-, θρίξ.

Greek Monotonic

ὄθριξ: γεν. ὄτρῐχος, ποιητ. αντί ὁμό-θριξ, , , αυτός που έχει όμοιες τρίχες, μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ.