ὀλιγάρχης: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλιγάρχης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κυβερνά σε [[ολιγαρχία]], [[μέλος]] της ρωμαϊκής δεκανδρίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από το [[ὀλιγαρχία]].
|mltxt=[[ὀλιγάρχης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κυβερνά σε [[ολιγαρχία]], [[μέλος]] της ρωμαϊκής δεκανδρίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από το [[ὀλιγαρχία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλῐγάρχης:''' -ου, ὁ ([[ἄρχω]]), αυτός που κυβερνά ολιγαρχικά, [[άρχοντας]] σε ολιγαρχικό [[πολίτευμα]], [[ολιγαρχικός]].
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγάρχης Medium diacritics: ὀλιγάρχης Low diacritics: ολιγάρχης Capitals: ΟΛΙΓΑΡΧΗΣ
Transliteration A: oligárchēs Transliteration B: oligarchēs Transliteration C: oligarchis Beta Code: o)liga/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A oligarch, of the Decemviri, D.H.11.43.

German (Pape)

[Seite 320] ὁ, der Oligarch, Einer der in einem oligarchischen Staate Herrschenden, D. Hal. 11, 43.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἐν ὀλιγαρχίᾳ ἄρχων, εἷς τῶν δεκάρχων, Decemviri, Διον. Ἁλ. 11. 43.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
oligarque, membre d’un gouvernement oligarchique.
Étymologie: ὀλίγος, ἀρχή.

Greek Monolingual

ὀλιγάρχης, ὁ (Α)
αυτός που κυβερνά σε ολιγαρχία, μέλος της ρωμαϊκής δεκανδρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ὀλιγαρχία.

Greek Monotonic

ὀλῐγάρχης: -ου, ὁ (ἄρχω), αυτός που κυβερνά ολιγαρχικά, άρχοντας σε ολιγαρχικό πολίτευμα, ολιγαρχικός.