οἰωνισμός: Difference between revisions
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(28) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[οἰωνισμός]]) [[οιωνίζομαι]]<br />[[παρατήρηση]] της κραυγής και του τρόπου πτήσης τών πτηνών για την [[πρόβλεψη]] του μέλλοντος. | |mltxt=ο (Α [[οἰωνισμός]]) [[οιωνίζομαι]]<br />[[παρατήρηση]] της κραυγής και του τρόπου πτήσης τών πτηνών για την [[πρόβλεψη]] του μέλλοντος. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οἰωνισμός:''' ὁ, = το προηγ., σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, = foreg., LXXGe.44.5, al., Plu. Num.14.
Greek (Liddell-Scott)
οἰωνισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Πλουτ. Νουμ. 14.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de tirer des présages du vol ou du cri des oiseaux, présage.
Étymologie: οἰωνίζομαι.
Greek Monolingual
ο (Α οἰωνισμός) οιωνίζομαι
παρατήρηση της κραυγής και του τρόπου πτήσης τών πτηνών για την πρόβλεψη του μέλλοντος.
Greek Monotonic
οἰωνισμός: ὁ, = το προηγ., σε Πλούτ.