ὀξυθυμέω: Difference between revisions
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(Bailly1_4) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />être vif, irascible.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύθυμος]]. | |btext=-ῶ :<br />être vif, irascible.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύθυμος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀξῠθῡμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[θυμώνω]] εύκολα ή οργίζομαι [[ξαφνικά]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., προκαλούμαι, εξερεθίζομαι, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be quick to anger, E.Andr.689. II Pass., to be provoked, ὀξυθυμηθεῖσά μοι Ar.V.501, cf. Th.466 ; to be irritable, Gal.15.598.
German (Pape)
[Seite 352] jähzornig sein, schnell hitzig, zornig werden, Eur. Andr. 690; u. so auch als dep. pass., ὀξυθυμηθεῖσά μοι, Ar. Vesp. 501, wie Thesm. 466, u. in sp. Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠθῡμέω: εἶμαι ὀξύθυμος, ταχέως ὀργίζομαι, Εὐρ. Ἀνδρ. 689 II. ὡς παθ., παροργίζομαι, ὀξυθυμηθεῖσά μοι Ἀριστοφ. Σφ. 501, πρβλ. Θεσμ. 466.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être vif, irascible.
Étymologie: ὀξύθυμος.
Greek Monotonic
ὀξῠθῡμέω: μέλ. -ήσω,
I. θυμώνω εύκολα ή οργίζομαι ξαφνικά, σε Ευρ.
II. Παθ., προκαλούμαι, εξερεθίζομαι, σε Αριστοφ.