ὀσμάομαι: Difference between revisions
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
(Bailly1_4) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶμαι;<br />sentir, flairer, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὀσμή]]. | |btext=-ῶμαι;<br />sentir, flairer, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὀσμή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀσμάομαι:''' αρχ. [[τύπος]] <i>ὀδμ-</i>, αποθ., [[οσμίζομαι]], [[οσφραίνομαι]] [[κάτι]]· μεταφ., [[αντιλαμβάνομαι]], [[επισημαίνω]], με γεν., σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
older form ὀδμ- (v. ὀσμή),
A smell at a thing, τινος Arist. HA541a25, etc.; τι Gal.17(2).151: abs., smell, have the sense of smell, Democr.11 (in form ὀδμ-), Heraclit.98, Arist.de An.421a11, 424b16, AP11.240 (Lucill.); τὰ ὀσμώμενα the organs of smell, Gal.UP8.4:— Pass., ὀδμᾶσθαι Anon. Lond.33.19. II metaph., perceive, remark, Λάκωνος ὀσμᾶσθαι λόγου S.Fr.176 (s. v. l.).
German (Pape)
[Seite 396] riechen, wittern, spüren; Arist. top. 1, 12; Plut. u. a. Sp.; – übertr., Λάκωνος ὀσμᾶσθαι λόγου, Soph. frg. 186.
Greek (Liddell-Scott)
ὀσμάομαι: ἀρχαιότερος τύπος ὀδμ- (ἴδε ὀσμή), ἀποθ., ὀσφραίνομαι, ἀντιλαμβάνομαι τῆς ὀσμῆς πράγματός τινος, μετὰ γεν., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 12, κτλ· τι Γαλην.· ἀπολ., ὀσφραίνομαι, ἔχω τὴν αἴσθησιν τῆς ὀσφρήσεως, Δημόκρ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 139 (ἐν τῷ τύπῳ ὀδμ), Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 7., 2. 12, 7. ΙΙ. μεταφ., ἀντιλαμβάνομαι, ἐννοῶ, παρατηρῶ, μετὰ γεν., Σοφ. Ἀποσπ. 186· ἀπολ., Ἀνθ. Π. 11. 240. ― Ἐνεργ. ὀσμάω Γαλην. 4. 487.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
sentir, flairer, gén..
Étymologie: ὀσμή.
Greek Monotonic
ὀσμάομαι: αρχ. τύπος ὀδμ-, αποθ., οσμίζομαι, οσφραίνομαι κάτι· μεταφ., αντιλαμβάνομαι, επισημαίνω, με γεν., σε Σοφ.