ὁπωσοῦν: Difference between revisions

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
(29)
(5)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ὅπως]] οὖν και όπωσοῡν)<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] κάποιο τρόπο, [[κάπως]] («ἀναγκάσαντες ἐσβαίνειν [[ὅστις]] καὶ ὁπωσοῡν ἐδόκει ἡλικίας μετέχων [[ἐπιτήδειος]] [[εἶναι]]», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅπως]] <span style="color: red;">+</span> <i>οὖν</i>].
|mltxt=(Α [[ὅπως]] οὖν και όπωσοῡν)<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] κάποιο τρόπο, [[κάπως]] («ἀναγκάσαντες ἐσβαίνειν [[ὅστις]] καὶ ὁπωσοῡν ἐδόκει ἡλικίας μετέχων [[ἐπιτήδειος]] [[εἶναι]]», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅπως]] <span style="color: red;">+</span> <i>οὖν</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁπωσοῦν:''' ή ὅπωςοὖν, με οποιονδήποτε τρόπο, με τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο, Λατ. utcunque, σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως, [[ὁπωστιοῦν]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:41, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 367] auf welche Weise auch; Plat. Phil. 40 d u. öfter; εἴτε διδακτόν ἐστιν εἴτε ὁπωσοῦν, Men. 86 e; Xen. Cyr. 8, 3, 14 u. öfter; ὁπωσοῦν ζῆν, Isocr. 2, 5.

French (Bailly abrégé)

adv.
d’une manière quelconque ; οὐδ’ ὁπωσοῦν, pas le moins du monde.
Étymologie: ὅπως, οὖν.

Greek Monolingual

ὅπως οὖν και όπωσοῡν)
επίρρ. κατά κάποιο τρόπο, κάπως («ἀναγκάσαντες ἐσβαίνειν ὅστις καὶ ὁπωσοῡν ἐδόκει ἡλικίας μετέχων ἐπιτήδειος εἶναι», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπως + οὖν].

Greek Monotonic

ὁπωσοῦν: ή ὅπωςοὖν, με οποιονδήποτε τρόπο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, Λατ. utcunque, σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως, ὁπωστιοῦν, σε Πλάτ.