ὀρθοέπεια: Difference between revisions
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ὀρθοέπεια]])<br />η ορθή [[έκφραση]] του λόγου, η ορθή γλωσσική [[διατύπωση]] τών διανοημάτων, η [[τήρηση]] τών γραμματικών και συντακτικών κανόνων στον λόγο, προφορικό και γραπτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>έπεια</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>επής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλλι</i>-<i>έπεια</i>]. | |mltxt=η (Α [[ὀρθοέπεια]])<br />η ορθή [[έκφραση]] του λόγου, η ορθή γλωσσική [[διατύπωση]] τών διανοημάτων, η [[τήρηση]] τών γραμματικών και συντακτικών κανόνων στον λόγο, προφορικό και γραπτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>έπεια</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>επής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλλι</i>-<i>έπεια</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀρθοέπεια:''' ἡ ([[ἔπος]]), [[ορθότητα]] λόγου, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A correctness of diction, Democr.20a, Pl.Phdr.267c, Phld.Rh.1.191 S., D.H.Dem.26, Quint.1.6.20.
German (Pape)
[Seite 374] ἡ, die grade, richtige Aussprache (recta locutio, Quint. 1, 6); Plat. Phaedr. 267 c; D. Hal. de vi Dem. 26. Diese grammatische Lehre behandelte Protagoras, Spengel artium scriptores p. 40 ff.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθοέπεια: ἡ, ὀρθότης ὕφους, λεκτικοῦ, Πλάτ. Φαῖδρ. 267C, πρβλ. Κοϊντιλ. 1. 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
langage ou style correct.
Étymologie: ὀρθός, ἔπος.
Greek Monolingual
η (Α ὀρθοέπεια)
η ορθή έκφραση του λόγου, η ορθή γλωσσική διατύπωση τών διανοημάτων, η τήρηση τών γραμματικών και συντακτικών κανόνων στον λόγο, προφορικό και γραπτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -έπεια (< -επής < ἔπος), πρβλ. καλλι-έπεια].