ὀψείω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(30)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀψείω]] (Α)<br />(ως εφετικό του <i>ορώ</i>) [[επιθυμώ]], [[θέλω]] να δω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀπ</i>- <i>του [[ὄπωπα]] <span style="color: red;">+</span> εφετική κατάλ. -(<i>σ</i>)<i>είω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πολεμη</i>-[[σείω]], <i>ναυμαχη</i>-[[σείω]]). Η [[άποψη]] ότι το ρ. έχει σχηματιστεί από τη φρ. <i>ὄψει ἰόντες</i> δεν φαίνεται πιθανή].
|mltxt=[[ὀψείω]] (Α)<br />(ως εφετικό του <i>ορώ</i>) [[επιθυμώ]], [[θέλω]] να δω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀπ</i>- <i>του [[ὄπωπα]] <span style="color: red;">+</span> εφετική κατάλ. -(<i>σ</i>)<i>είω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πολεμη</i>-[[σείω]], <i>ναυμαχη</i>-[[σείω]]). Η [[άποψη]] ότι το ρ. έχει σχηματιστεί από τη φρ. <i>ὄψει ἰόντες</i> δεν φαίνεται πιθανή].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀψείω:''' ([[ὄψομαι]]), εφετικό του [[ὁράω]], [[επιθυμώ]] να δω [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 00:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψείω Medium diacritics: ὀψείω Low diacritics: οψείω Capitals: ΟΨΕΙΩ
Transliteration A: opseíō Transliteration B: opseiō Transliteration C: opseio Beta Code: o)yei/w

English (LSJ)

(ὄψομαι) Desiderat. of ὁράω,

   A wish to see, c. gen., ἀϋτῆς καὶ πολέμοιο Il.14.37: impf. ὤψεον in Sophr.81.

German (Pape)

[Seite 432] desiderat. zu ὁράω, ich möchte gern sehen, c. gen., ἀϋτῆς καὶ πολέμοιο, Il. 14, 37.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψείω: (ὄψομαι) ἐφετικὸν τοῦ ὁράω, ἐπιθυμῶ νὰ ἴδω, μετὰ γεν., ἀϋτῆς καὶ πολέμοιο Ἰλ. Ξ. 37˙ - ἐν τῷ παρατ. ὤψεον παρὰ Σώφρονι 39 Ahrens. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀψείοντες˙ ὀπτικῶς ἔχοντες, ἰδεῖν θέλοντες».

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
désirer voir, être curieux ou avide de, gén..
Étymologie: ὄψομαι.

English (Autenrieth)

(ὄψομαι): only part., ὀψείοντες, desiring to see, Il. 14.37.

Greek Monolingual

ὀψείω (Α)
(ως εφετικό του ορώ) επιθυμώ, θέλω να δω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀπ- του ὄπωπα + εφετική κατάλ. -(σ)είω (πρβλ. πολεμη-σείω, ναυμαχη-σείω). Η άποψη ότι το ρ. έχει σχηματιστεί από τη φρ. ὄψει ἰόντες δεν φαίνεται πιθανή].

Greek Monotonic

ὀψείω: (ὄψομαι), εφετικό του ὁράω, επιθυμώ να δω κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.