παλινάγρετος: Difference between revisions
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(30) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παλινάγρετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανακαλείται («[[[ἔπος]]] παλινάγρετον οὐδ' ἀπατηλόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να ανακτήσει [[κάποιος]]<br /><b>3.</b> (για τον φιλόσοφο Αρκεσίλαο) αυτός που ανακαλεί τους λόγους του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άγρετος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀγρῶ</i> «[[κυριεύω]]», <b>πρβλ.</b> <i>αυτ</i>-<i>άγρετος</i>]. | |mltxt=[[παλινάγρετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανακαλείται («[[[ἔπος]]] παλινάγρετον οὐδ' ἀπατηλόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να ανακτήσει [[κάποιος]]<br /><b>3.</b> (για τον φιλόσοφο Αρκεσίλαο) αυτός που ανακαλεί τους λόγους του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άγρετος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀγρῶ</i> «[[κυριεύω]]», <b>πρβλ.</b> <i>αυτ</i>-<i>άγρετος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πᾰλῐνάγρετος:''' -ον ([[ἀγρέω]]), αυτός που στέλνεται [[πίσω]] ή ανακαλείται, [[ἔπος]] οὐ παλινάγρετον, [[αμετάκλητος]] [[λόγος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (ἀγρέω)
A to be taken back or recalled, οὐ π. οὐδ' ἀπατηλόν irrevocable, Il.1.526; π. ἀάτη Hes.Sc.93; νεότατα δ' ἔχειν π. οὐκ ἔστι Theoc. 29.28; π. αἰών, ἀρχή, etc., Nonn.D.3.255, 6.175, al.; recoverable, of an element, Numen. ap. Eus.PE15.17. 2 retracting his words, of the philosopher Arcesilaus, Id.ib.14.5.
German (Pape)
[Seite 450] zurückgenommen, zurückzunehmen, ἔπος οὐ παλινάγρετον, ein unwiderrufliches Wort, Il. 1, 526; ἄτη, Hes. Sc. 93; sp. D., wie Nonn. ἀτρέπτου παλινάγρετα νήματα Μοίρης, D. 12, 144, öfter. – Uebh. veränderlich, von einem Menschen, Euseb. praep. ev.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλινάγρετος: -ον, (ἀγρέω) ὁ ὀπίσω λαμβανόμενος, ἀνακαλούμενος, ἔπος οὐ παλινάγρετον, ἀμετάκλητος λόγος, Ἰλ. Α. 526· π. ἄτη Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 93· συχν. παρὰ Νόννῳ. ΙΙ. ὁ ἐκ νέου ἀφαιρεθεὶς ἢ καταστραφείς, Νουμήν. παρ’ Εὐσεβίῳ ἐν Εὐαγγ. Προπ. 819Β, πρβλ. 730Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on peut changer, révocable.
Étymologie: πάλιν, ἀγρέω.
English (Autenrieth)
(ἀγρέω=αἱρέω): to be taken back, revocable, Il. 1.526†.
Greek Monolingual
παλινάγρετος, -ον (Α)
1. αυτός που ανακαλείται («[[[ἔπος]]] παλινάγρετον οὐδ' ἀπατηλόν», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός τον οποίο μπορεί να ανακτήσει κάποιος
3. (για τον φιλόσοφο Αρκεσίλαο) αυτός που ανακαλεί τους λόγους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -άγρετος (< ἀγρῶ «κυριεύω», πρβλ. αυτ-άγρετος].
Greek Monotonic
πᾰλῐνάγρετος: -ον (ἀγρέω), αυτός που στέλνεται πίσω ή ανακαλείται, ἔπος οὐ παλινάγρετον, αμετάκλητος λόγος, σε Ομήρ. Ιλ.