παμμήκης: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριονthought-shop of wise souls

Source
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παμμήκης]], πάμμηκες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολύ μεγάλο [[μήκος]], μακρότατος, ατελείωτος («περὶ σμικροῡ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιεῑν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>πάμμηκες</i><br />σε μεγάλο [[μήκος]], υπερβολικά, [[πάρα]] πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆκος]])].
|mltxt=[[παμμήκης]], πάμμηκες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολύ μεγάλο [[μήκος]], μακρότατος, ατελείωτος («περὶ σμικροῡ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιεῑν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>πάμμηκες</i><br />σε μεγάλο [[μήκος]], υπερβολικά, [[πάρα]] πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆκος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παμμήκης:''' -ες ([[μῆκος]]), [[πολύ]] [[μακρύς]], μακρύτατος, σε Σοφ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμμήκης Medium diacritics: παμμήκης Low diacritics: παμμήκης Capitals: ΠΑΜΜΗΚΗΣ
Transliteration A: pammḗkēs Transliteration B: pammēkēs Transliteration C: pammikis Beta Code: pammh/khs

English (LSJ)

ες,

   A very long, prolonged, γόοι S.OC 1609; λόγος Pl.Plt.286e; ῥήσεις Id.Phdr.268c; ἐν χρόνοις π. Arist. Mete.351b10: neut. as Adv., πάμμηκες διαφέρει ἔπαινος ἡδονῆς Max. Tyr.7.7.

German (Pape)

[Seite 453] ες, sehr lang; γόος, Soph. O. C. 1609; περὶ σμικροῦ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιεῖν, Plat. Phaedr. 268 c; Legg. I, 642 a; χρόνοι, Arist. meteor. 1, 14 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παμμήκης: -ες, λίαν μακρός, μακρότατος, γόος Σοφ. Ο. Κ. 1609· λόγος Πλάτ. Πολιτικ. 286Ε· π. ῥήσεις ποιεῖν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 268C· ἐν χρόνοις π. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 5.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
tout à fait long, très long.
Étymologie: πᾶν, μῆκος.

Greek Monolingual

παμμήκης, πάμμηκες (Α)
1. αυτός που έχει πολύ μεγάλο μήκος, μακρότατος, ατελείωτος («περὶ σμικροῡ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιεῑν», Πλάτ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) πάμμηκες
σε μεγάλο μήκος, υπερβολικά, πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -μήκης (< μῆκος)].

Greek Monotonic

παμμήκης: -ες (μῆκος), πολύ μακρύς, μακρύτατος, σε Σοφ., Πλάτ.