πανάμωμος: Difference between revisions
From LSJ
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[πανάμωμος]], -ον (ΑΜ)<br />καθ' όλα [[άψογος]], εντελώς [[ανεπίληπτος]], [[πάναγνος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ.</b> μία από τις τιμητικές προσωνυμίες της Θεοτόκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄμωμος]]. | |mltxt=[[πανάμωμος]], -ον (ΑΜ)<br />καθ' όλα [[άψογος]], εντελώς [[ανεπίληπτος]], [[πάναγνος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ.</b> μία από τις τιμητικές προσωνυμίες της Θεοτόκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄμωμος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πᾰνάμωμος:''' -ον, εντελώς [[αγνός]], σε Σιμων. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A all-blameless, Simon.5.17.
German (Pape)
[Seite 456] ganz untadelhaft, Simonds. bei Plat. Prot. 345 c u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνάμωμος: -ον, ὅλως ἄμωμος, πάναγνος, Σιμωνίδ. 8.17 (Scneidew. 12. 19).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait sans reproches.
Étymologie: πᾶν, ἄμωμος.
Greek Monolingual
πανάμωμος, -ον (ΑΜ)
καθ' όλα άψογος, εντελώς ανεπίληπτος, πάναγνος
μσν.
το θηλ. μία από τις τιμητικές προσωνυμίες της Θεοτόκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄμωμος.
Greek Monotonic
πᾰνάμωμος: -ον, εντελώς αγνός, σε Σιμων.