παμφάρμακος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
(30)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παμφάρμακος]], -ον (Α)<br />[[έμπειρος]] σε [[κάθε]] [[είδος]] μαγικού φαρμάκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φάρμακον]].
|mltxt=[[παμφάρμακος]], -ον (Α)<br />[[έμπειρος]] σε [[κάθε]] [[είδος]] μαγικού φαρμάκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φάρμακον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παμφάρμᾰκος:''' -ον, [[έμπειρος]] σε όλα τα είδη των μαγικών ή των φαρμάκων, σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 00:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμφάρμᾰκος Medium diacritics: παμφάρμακος Low diacritics: παμφάρμακος Capitals: ΠΑΜΦΑΡΜΑΚΟΣ
Transliteration A: pamphármakos Transliteration B: pampharmakos Transliteration C: pamfarmakos Beta Code: pamfa/rmakos

English (LSJ)

ον,

   A skilled in all charms or drugs, of Medea, Pi.P.4.233.

German (Pape)

[Seite 455] ξείνα, ἡ, heißt Medea, Pind. P. 4, 233, aller Zauberkünste kundig.

Greek (Liddell-Scott)

παμφάρμᾰκος: -ον, ὁ ἔμπειρος εἰς πάντα τὰ εἴδη τῶν μαγικῶν φαρμάκων, ἐπὶ τῆς Μηδείας, Πινδ. Π. 4. 415.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui connaît ou manie tous les poisons.
Étymologie: πᾶν, φάρμακον.

English (Slater)

παμφάρμᾰκος
   1 all powerful in magic παμφαρμάκου ξείνας ἐφετμαῖς i. e. of Medea (P. 4.233)

Greek Monolingual

παμφάρμακος, -ον (Α)
έμπειρος σε κάθε είδος μαγικού φαρμάκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + φάρμακον.

Greek Monotonic

παμφάρμᾰκος: -ον, έμπειρος σε όλα τα είδη των μαγικών ή των φαρμάκων, σε Πίνδ.