παρεκτρέχω: Difference between revisions
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[εκτρέχω]]<br /><b>1.</b> [[περνώ]] τρέχοντας, [[τρέχω]] και [[προχωρώ]] [[κοντά]] ή πλάι σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για αστρολογικές επιδράσεις) [[απορρέω]]. | |mltxt=Α [[εκτρέχω]]<br /><b>1.</b> [[περνώ]] τρέχοντας, [[τρέχω]] και [[προχωρώ]] [[κοντά]] ή πλάι σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για αστρολογικές επιδράσεις) [[απορρέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρεκτρέχω:''' μέλ. -[[δραμοῦμαι]], [[παρέρχομαι]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A run out past, in aor. part. -δραμόντες Plu.Flam.8. II metaph., παρεκδεδραμηκότα παρὰ τὰς εὐθείας forms derived from the nominative, A.D.Adv. 171.25; of the outcome of astrological influences, Vett. Val.185.2.
German (Pape)
[Seite 514] (τρέχω), daneben, darüber hinaus-, vorbeilaufen, τοὺς μαχομένους παρεκδραμόντες ἐκ πλαγίων ἔκτεινον, Plut. Flam. 8.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκτρέχω: ἐκτρέχων παρέρχομαι, Πλουτ. Φλαμ. 8. ΙΙ. τρέχω ἔξω ἢ πλησίον τινός, τῆς ὁδοῦ Κλήμ. Ἁλ. 565.
French (Bailly abrégé)
s’élancer en courant au delà de.
Étymologie: παρά, ἐκτρέχω.
Greek Monolingual
Α εκτρέχω
1. περνώ τρέχοντας, τρέχω και προχωρώ κοντά ή πλάι σε κάτι
2. (για αστρολογικές επιδράσεις) απορρέω.
Greek Monotonic
παρεκτρέχω: μέλ. -δραμοῦμαι, παρέρχομαι, σε Πλούτ.