παρασπιστής: Difference between revisions

From LSJ

Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[παρασπίζω]]<br /><b>1.</b> [[ασπιδοφόρος]], [[οπλοφόρος]] που μάχεται [[κοντά]] σε άλλον<br /><b>2.</b> ο [[σύντροφος]] στη [[μάχη]], [[συμμαχητής]], [[συμπολεμιστής]].
|mltxt=ὁ, Α [[παρασπίζω]]<br /><b>1.</b> [[ασπιδοφόρος]], [[οπλοφόρος]] που μάχεται [[κοντά]] σε άλλον<br /><b>2.</b> ο [[σύντροφος]] στη [[μάχη]], [[συμμαχητής]], [[συμπολεμιστής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρασπιστής:''' -οῦ, ὁ, [[σύντροφος]] στα όπλα, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασπιστής Medium diacritics: παρασπιστής Low diacritics: παρασπιστής Capitals: ΠΑΡΑΣΠΙΣΤΗΣ
Transliteration A: paraspistḗs Transliteration B: paraspistēs Transliteration C: paraspistis Beta Code: paraspisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A shield-bearer, companion in arms, E.El.886, Ph. 1165, Cyc.6.

German (Pape)

[Seite 499] ὁ, Schildträger, Waffenträger, τινί, Aesch. frg. 305; Eur. Cycl. 6 Phoen. 1172 u. öfter; u. in späterer Prosa, wie D. Hal. 1, 13; die VLL. erkl. ὁ παρεστὼς ὁπλίτης.

Greek (Liddell-Scott)

παρασπιστής: -οῦ, ὁ, ἀσπιδοφόρος, ὁπλοφόρος, ἢ μᾶλλονσύντροφος ἐν ὅπλοις, Εὐρ. Ἠλ. 886, Φοίν. 1165, Κύκλ. 6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui se tient auprès, le bouclier à la main, d’où compagnon d’armes.
Étymologie: παρασπίζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α παρασπίζω
1. ασπιδοφόρος, οπλοφόρος που μάχεται κοντά σε άλλον
2. ο σύντροφος στη μάχη, συμμαχητής, συμπολεμιστής.

Greek Monotonic

παρασπιστής: -οῦ, ὁ, σύντροφος στα όπλα, σε Ευρ.