πάγχαλκος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[πάγχαλκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από χαλκό, [[ολόχαλκος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πάγχαλκα [[τέλη]]» — [[χαρακτηρισμός]] όπλων που επρόκειτο να αφιερωθούν στον Δία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χαλκός]].
|mltxt=[[πάγχαλκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από χαλκό, [[ολόχαλκος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πάγχαλκα [[τέλη]]» — [[χαρακτηρισμός]] όπλων που επρόκειτο να αφιερωθούν στον Δία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χαλκός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάγχαλκος:''' -ον, = το προηγ., σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάγχαλκος Medium diacritics: πάγχαλκος Low diacritics: πάγχαλκος Capitals: ΠΑΓΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: pánchalkos Transliteration B: panchalkos Transliteration C: pagchalkos Beta Code: pa/gxalkos

English (LSJ)

ον,

   A = παγχάλκεος, κυνέη Od.18.378; ἀσπίς A.Th.591; γένυες S.El. 195 (lyr.); π. τέλη, of arms to be dedicated to Zeus, Id.Ant.143 (anap.); αἰχμή, ὅπλα, E.Heracl.276, Or.444.

German (Pape)

[Seite 436] = Vorigem; ἀσπίς, Aesch. Spt. 573; γένυς, Soph. El. 195; ὅπλα, Eur. Or. 444; einzeln bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πάγχαλκος: -ον, = τῷ παγχάλκεος, κυνέη Ὀδ. Σ. 878· ἀσπὶς Αἰσχύλ. Θήβ. 591· γένυες Σοφ. Ἠλ. 196· π. τέλη, δηλ. ὅπλα μέλλοντα νὰ ἀφιερωθῶσιν εἰς τὸν Δία, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 143· αἰχμή, ὅπλα Εὐρ. Ἡράκλ. 277, Ὀρ. 444.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout en airain.
Étymologie: πᾶς, χαλκός.

Greek Monolingual

πάγχαλκος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από χαλκό, ολόχαλκος
2. φρ. «πάγχαλκα τέλη» — χαρακτηρισμός όπλων που επρόκειτο να αφιερωθούν στον Δία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + χαλκός.

Greek Monotonic

πάγχαλκος: -ον, = το προηγ., σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.