περιλιχμάομαι: Difference between revisions
Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.
(6_5) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιλιχμάομαι''': ἀποθ., [[περιλείχω]], γλώσσῃ [[γένειον]] Θεόκρ. 25. 226, πρβλ. Ἄρατ. 1115, Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 34, Θεῶν Διάλ. 12. 2· - ἐπὶ παθ. σημασίας, Πλάτ. Ἀξίοχ. 372Α. 2) [[λείχω]] ἐντελῶς, τοῦ ψωμοῦ Λουκ. Προμ. 10. | |lstext='''περιλιχμάομαι''': ἀποθ., [[περιλείχω]], γλώσσῃ [[γένειον]] Θεόκρ. 25. 226, πρβλ. Ἄρατ. 1115, Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 34, Θεῶν Διάλ. 12. 2· - ἐπὶ παθ. σημασίας, Πλάτ. Ἀξίοχ. 372Α. 2) [[λείχω]] ἐντελῶς, τοῦ ψωμοῦ Λουκ. Προμ. 10. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιλιχμάομαι:''' αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[γλείφω]] [[ολόγυρα]], σε Θεόκρ., Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[γλείφω]] [[παντού]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:00, 31 December 2018
English (LSJ)
=foreg.,
A γλώσσῃ γένειον Theoc.25.226, cf. Arat.1115, Phylarch
Greek (Liddell-Scott)
περιλιχμάομαι: ἀποθ., περιλείχω, γλώσσῃ γένειον Θεόκρ. 25. 226, πρβλ. Ἄρατ. 1115, Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 34, Θεῶν Διάλ. 12. 2· - ἐπὶ παθ. σημασίας, Πλάτ. Ἀξίοχ. 372Α. 2) λείχω ἐντελῶς, τοῦ ψωμοῦ Λουκ. Προμ. 10.
Greek Monotonic
περιλιχμάομαι: αποθ.,
1. γλείφω ολόγυρα, σε Θεόκρ., Λουκ.
2. γλείφω παντού, σε Λουκ.