περιελίσσω: Difference between revisions
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
(32) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[τυλίγω]] [[κάτι]] [[γύρω]] από [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[περιβάλλω]], [[τυλίγω]] με λεπτή [[δετηρία]] [[άλλο]] χοντρότερο [[σχοινί]], κν. [[πατερνάρω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περιελισσόμενα φυτά» — τα αναρριχώμενα φυτά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> περιστρέφομαι, κουλουριάζομαι [[γύρω]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κατασκευάζω]] [[γύρω]] [[γύρω]], [[κατασκευάζω]] [[ολόγυρα]] («διαδρομὰς ἰχθυοτρόφους τοῑς οἰκητηρίοις περιελίσσοντος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[στράτευμα]]) [[κάνω]] [[μεταβολή]]<br /><b>4.</b> (για οδηγό) [[βαδίζω]] ελικοειδώς («μηδὲν υγιὲς στρέφειν καὶ περιελίττειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιελίσσομαι</i><br />[[τυλίγω]] [[κάτι]] [[γύρω]] από τον εαυτό μου ή τυλίγομαι [[γύρω]] από [[κάτι]] (α. «ἱμάντας περιελίττονται», <b>Πλάτ.</b><br />β. «περιελιχθέντα περὶ τὴν γῆν [[ὥσπερ]] οἱ ὄφεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[τυλίγω]] και [[καλύπτω]] [[γύρω]] [[γύρω]] (α. «περιδεῑ καὶ περιελίττει τοῑς ἀραχνίοις» <b>Αριστοτ.</b>)<br />β. «ἐπιτίθεται καὶ περιελίττεται καὶ τοῑς μοίζοσι ζῷοις», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἑλίσσω]] / <i>εἰλίσσω</i> «[[περιστρέφω]], [[κυλίω]]»]. | |mltxt=ΝΜΑ<br />[[τυλίγω]] [[κάτι]] [[γύρω]] από [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[περιβάλλω]], [[τυλίγω]] με λεπτή [[δετηρία]] [[άλλο]] χοντρότερο [[σχοινί]], κν. [[πατερνάρω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περιελισσόμενα φυτά» — τα αναρριχώμενα φυτά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> περιστρέφομαι, κουλουριάζομαι [[γύρω]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κατασκευάζω]] [[γύρω]] [[γύρω]], [[κατασκευάζω]] [[ολόγυρα]] («διαδρομὰς ἰχθυοτρόφους τοῑς οἰκητηρίοις περιελίσσοντος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[στράτευμα]]) [[κάνω]] [[μεταβολή]]<br /><b>4.</b> (για οδηγό) [[βαδίζω]] ελικοειδώς («μηδὲν υγιὲς στρέφειν καὶ περιελίττειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιελίσσομαι</i><br />[[τυλίγω]] [[κάτι]] [[γύρω]] από τον εαυτό μου ή τυλίγομαι [[γύρω]] από [[κάτι]] (α. «ἱμάντας περιελίττονται», <b>Πλάτ.</b><br />β. «περιελιχθέντα περὶ τὴν γῆν [[ὥσπερ]] οἱ ὄφεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[τυλίγω]] και [[καλύπτω]] [[γύρω]] [[γύρω]] (α. «περιδεῑ καὶ περιελίττει τοῑς ἀραχνίοις» <b>Αριστοτ.</b>)<br />β. «ἐπιτίθεται καὶ περιελίττεται καὶ τοῑς μοίζοσι ζῷοις», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἑλίσσω]] / <i>εἰλίσσω</i> «[[περιστρέφω]], [[κυλίω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιελίσσω:''' Αττ. -ττω, Ιων. -[[ειλίσσω]], μέλ. <i>-ξω</i>· [[τυλίγω]] ή [[περιτυλίγω]], τι [[περί]] τι, σε Ηρόδ. — Μέσ., <i>περιελίσσομαι ἱμάντας</i>, [[τυλίγω]] στα χέρια μου λουριά για [[πυγμαχία]], σε Πλάτ. — Παθ., [[κυκλώνω]] [[κάτι]] σε «δαχτυλίδια», <i>περιελιχθέντα περὶ τὴν γῆν</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:00, 31 December 2018
English (LSJ)
Att. περιελίττω, Ion. περι-ειλίσσω,
A roll or wind round, τι περί τι Hdt.8.128, X.Cyn.6.17, IG42(1).122.103 (Epid.); τί τινι Hp.Art.80, Aen.Tact. 18.12 :—Med., ἱμάντας περιειλίττονται wind caestus straps round their arms, Pl.Prt.342c:—Pass., to be wound round, περιελιχθέντα περὶ τὴν γῆν ὥσπερ οἱ ὄφεις Id.Phd.112d, cf. 113b, 113c ; οἱ ὄφεις περιελίττονται ἀλλήλοις Arist.HA540b2 ; δράκων . . περὶ τὸν ἄξονα περιηλιγμένος IG42(1).122.71 (Epid.) ; τριβόλους στιππύῳ περιειλιγμένους Ph. Bel.95.8. 2 intr., wind about, of a guide, μηδὲν ὑγιὲς στρέφειν καὶ π. Plu.Crass.29 :—Pass., rotale, ἅρματος ὡς πέρι χνοίη ἑλίσσεται Emp.46(dub.); of troops, wheel, Arr.Tact.21.3 : so intr. in Act., ib. 39.3. II envelop by winding round, of a spider, περιδεῖ καὶ π. τοῖς ἀραχνίοις Arist.HA623a14 ; [ὁ ἐλέφας τῷ μυκτῆρι] τὰ δένδρα π. Id.PA 659a1 :—Med. c. dat., ἐπιτίθεται καὶ περιελίττεται (v.l. -ελίττει) καὶ τοῖς μείζοσι ζῴοις Id.HA623a34. 2 construct around, διαδρομὰς ἰχθυοτρόφους τοῖς οἰκητηρίοις π. Plu.Luc.39.
Greek (Liddell-Scott)
περιελίσσω: Ἀττ. -ττω, Ἰων. -ειλίσσω˙ ―περιτυλίσσω, τι περί τι Ἡρόδ. 8. 128, Ξεν. Κυν. 6, 17˙ τί τινι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 859. ― Μέσ., περιελίττομαι ἱμάντας, περιτυλίσσω περὶ τὴν χεῖρά μου λωρία πρὸς πυγμαχίαν, Πλάτ. Πρωτ. 342C Παθητ., περιτυλίσσομαι, περιελιχθέντα περὶ τὴν γῆν ὥσπερ οἱ ὄφεις Πλάτ. Φαίδων 112D, πρβλ. 113Β, C οἱ ὄφεις περιελίττονται ἀλλήλοις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 4, πρβλ. 9. 39, 7˙ ― μεταφορ., μηδὲν ὑγιὲς στρέφειν καὶ π., ὡς τὸ Λατ. volvere, Πλουτ. Κράσσ. 29. II. περιτυλίσσω, ἐπὶ ἀράχνης, περιδεῖ καὶ π. τοῖς ἀραχνίοις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 4˙ [ὁ ἐλέφας τῷ μυκτῆρι] τὰ δένδρα π. ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 16, 2.
French (Bailly abrégé)
rouler autour;
I. au propre;
1 enrouler autour, enrouler une chose autour d’une autre ; Pass. s’enrouler autour de, dat. ou περί et l’acc.;
2 disposer circulairement ou en replis autour;
II. fig. user de ruse pour circonvenir.
Étymologie: περί, ἑλίσσω.
Spanish
colocar alrededor de, envolver
Greek Monolingual
ΝΜΑ
τυλίγω κάτι γύρω από κάτι άλλο
νεοελλ.
1. ναυτ. περιβάλλω, τυλίγω με λεπτή δετηρία άλλο χοντρότερο σχοινί, κν. πατερνάρω
2. φρ. «περιελισσόμενα φυτά» — τα αναρριχώμενα φυτά
αρχ.
1. περιστρέφομαι, κουλουριάζομαι γύρω από κάτι
2. κατασκευάζω γύρω γύρω, κατασκευάζω ολόγυρα («διαδρομὰς ἰχθυοτρόφους τοῑς οἰκητηρίοις περιελίσσοντος», Αριστοτ.)
3. (για στράτευμα) κάνω μεταβολή
4. (για οδηγό) βαδίζω ελικοειδώς («μηδὲν υγιὲς στρέφειν καὶ περιελίττειν», Πλούτ.)
5. μέσ. περιελίσσομαι
τυλίγω κάτι γύρω από τον εαυτό μου ή τυλίγομαι γύρω από κάτι (α. «ἱμάντας περιελίττονται», Πλάτ.
β. «περιελιχθέντα περὶ τὴν γῆν ὥσπερ οἱ ὄφεις», Πλάτ.)
6. (ενεργ. και μέσ.) τυλίγω και καλύπτω γύρω γύρω (α. «περιδεῑ καὶ περιελίττει τοῑς ἀραχνίοις» Αριστοτ.)
β. «ἐπιτίθεται καὶ περιελίττεται καὶ τοῑς μοίζοσι ζῷοις», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἑλίσσω / εἰλίσσω «περιστρέφω, κυλίω»].
Greek Monotonic
περιελίσσω: Αττ. -ττω, Ιων. -ειλίσσω, μέλ. -ξω· τυλίγω ή περιτυλίγω, τι περί τι, σε Ηρόδ. — Μέσ., περιελίσσομαι ἱμάντας, τυλίγω στα χέρια μου λουριά για πυγμαχία, σε Πλάτ. — Παθ., κυκλώνω κάτι σε «δαχτυλίδια», περιελιχθέντα περὶ τὴν γῆν, στον ίδ.