Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περικαθέζομαι: Difference between revisions

From LSJ
Menander, fragment 761
(32)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[καθέζομαι]]<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[ολόγυρα]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[πόλη]]) [[περικυκλώνω]], [[πολιορκώ]].
|mltxt=Α [[καθέζομαι]]<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[ολόγυρα]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[πόλη]]) [[περικυκλώνω]], [[πολιορκώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περικαθέζομαι:''' αποθ., [[κάθομαι]] [[ολόγυρα]], σε Λουκ.· με αιτ., [[κάθομαι]] [[ολόγυρα]], [[πολιορκώ]] την πόλη, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 578] (s. ἔζομαι), sich rings umher niedersetzen, umzingeln; τὸ τεῖχος, Dem. 59, 102; περικαθεσθέντες Luc. V. Il. 1, 23.

Greek (Liddell-Scott)

περικαθέζομαι: ἀποθ., κάθημαι ὁλόγυρα, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 23, Σέξτ. Ἐμπ., κτλ.· μετ’ αἰτ., κάθημαι ὁλόγυρα, πολιορκῶ πόλιν, Δημ. 1379. 23.

French (Bailly abrégé)

ao. περικαθέσθην;
s’asseoir autour : περί τι autour de qch.
Étymologie: περί, καθέζομαι.

Greek Monolingual

Α καθέζομαι
1. κάθομαι ολόγυρα
2. (σχετικά με πόλη) περικυκλώνω, πολιορκώ.

Greek Monotonic

περικαθέζομαι: αποθ., κάθομαι ολόγυρα, σε Λουκ.· με αιτ., κάθομαι ολόγυρα, πολιορκώ την πόλη, σε Δημ.