παρευνάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κοιμάμαι]] [[δίπλα]] σε κάποιον ή [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> <i>παρευνάζω</i><br />[[βάζω]] κάποιον να κοιμηθεί [[δίπλα]] σε κάποιον ή [[μαζί]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>εὐνάζομαι</i> «[[κοιμάμαι]], [[ξαπλώνω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κοιμάμαι]] [[δίπλα]] σε κάποιον ή [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> <i>παρευνάζω</i><br />[[βάζω]] κάποιον να κοιμηθεί [[δίπλα]] σε κάποιον ή [[μαζί]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>εὐνάζομαι</i> «[[κοιμάμαι]], [[ξαπλώνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρευνάζομαι:''' Παθ., [[ξαπλώνω]], [[πλαγιάζω]], [[κοιμάμαι]] δίπλα σε άλλον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρευνάζομαι Medium diacritics: παρευνάζομαι Low diacritics: παρευνάζομαι Capitals: ΠΑΡΕΥΝΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: pareunázomai Transliteration B: pareunazomai Transliteration C: parevnazomai Beta Code: pareuna/zomai

English (LSJ)

   A lie beside, δμῳῇσι Od.22.37, cf. Poll.5.41 :—later Act., Nonn.D.10.200, 25.17.

German (Pape)

[Seite 519] daneben im Bette liegen; δμωῇσιν, bei den Mägden schlafen, Od. 22, 37; κύνας παρευνασθέντας τοῖς θηρίοις, Poll. 5, 41.

Greek (Liddell-Scott)

παρευνάζομαι: εὐνάζομαι πλησίον, πλαγιάζω δίπλα, συγκοιμῶμαι, δμωῇσιν δὲ γυναιξὶ παρευνάζεσθαι βιαίως Ὀδ. Χ. 37, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 41. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρευνάζων· παρακοιτάζων».

English (Autenrieth)

lie beside, Od. 22.37†.

Greek Monolingual

Α
1. κοιμάμαι δίπλα σε κάποιον ή μαζί με κάποιον
2. ενεργ. παρευνάζω
βάζω κάποιον να κοιμηθεί δίπλα σε κάποιον ή μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εὐνάζομαι «κοιμάμαι, ξαπλώνω»].

Greek Monotonic

παρευνάζομαι: Παθ., ξαπλώνω, πλαγιάζω, κοιμάμαι δίπλα σε άλλον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.