παρήϊον: Difference between revisions

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
(31)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[παρειά]], [[μάγουλο]]<br /><b>2.</b> (για άλογα) [[κόσμημα]] στα [[πλάγια]] του χαλιναριού το οποίο κάλυπτε τις παρειές, παραγναθίδιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρειά]] «[[μάγουλο]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήϊον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πρυταν</i>-<i>ήϊον</i>)].
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[παρειά]], [[μάγουλο]]<br /><b>2.</b> (για άλογα) [[κόσμημα]] στα [[πλάγια]] του χαλιναριού το οποίο κάλυπτε τις παρειές, παραγναθίδιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρειά]] «[[μάγουλο]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήϊον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πρυταν</i>-<i>ήϊον</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰρήϊον:''' τό (Ιων. αντί [[παρεῖον]], που δεν χρησιμοποιείται),<br /><b class="num">I.</b> [[παρειά]], [[μάγουλο]], [[σαγόνι]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρήϊον]], [[κόσμημα]] (στο [[χαλινάρι]]) κοντά στη γνάθο του αλόγου, σε Ομήρ. Ιλ., πρβλ. [[παρειά]].
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰρήϊον Medium diacritics: παρήϊον Low diacritics: παρήϊον Capitals: ΠΑΡΗΪΟΝ
Transliteration A: parḗïon Transliteration B: parēion Transliteration C: pariion Beta Code: parh/i+on

English (LSJ)

τό (Ion. for παρεῖον, which is not in use), used in Il. as the sg. for παρειά (which Hom. uses only in pl.),

   A cheek, Il.23.690 ; of the jaw of a wolf, πᾶσιν δὲ π. αἵματι φοινόν 16.159 : in pl., of a lion, παρήϊά τ' ἀμφοτέρωθεν αἱματόεντα πέλει Od.22.404 ; in Ion. Prose, λουσαμένους παρήϊα prob. in IG12 (5).593.30 (Ceos, V B.C.).    II π. ἔμμεναι ἵππων cheek-ornament of a bridle, Il.4.142.

German (Pape)

[Seite 520] τό, ion. statt des ungebrauchten παρεῖον, = παρειά; 1) Wange, Backe; Hom., eines Wolfs, Il. 16, 159, eines Löwen, Od. 22, 404; τοῖσι παρήϊά τ' ἀμφοτέρωθεν καὶ γένυες κτύπεον, Ap. Rh. 2, 82; λευκά, der Venus, Democrit. ep. (Plan. 180). – 2) παρήϊον ἵππων, das Backenstück am Zaum oder am Pferdegeschirr, Il. 4, 142, sonst παραγναθίδιον, vgl. Poll. 1, 140.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 joue ou mâchoire d’un animal;
2 ornement sur la partie latérale d’une bride de cheval.
Étymologie: παρειά.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. παρειά, μάγουλο
2. (για άλογα) κόσμημα στα πλάγια του χαλιναριού το οποίο κάλυπτε τις παρειές, παραγναθίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρειά «μάγουλο» + επίθημα -ήϊον (πρβλ. πρυταν-ήϊον)].

Greek Monotonic

πᾰρήϊον: τό (Ιων. αντί παρεῖον, που δεν χρησιμοποιείται),
I. παρειά, μάγουλο, σαγόνι, σε Όμηρ.
II. παρήϊον, κόσμημα (στο χαλινάρι) κοντά στη γνάθο του αλόγου, σε Ομήρ. Ιλ., πρβλ. παρειά.