περιοπτέος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → there is no possession lovelier than a friend

Source
(Bailly1_4)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qu’il faut observer : περιοπτέον [[ὅπως]] [[μή]] THC il faut veiller à ce que… ne.<br />'''Étymologie:''' [[περιοράω]].
|btext=α, ον :<br />qu’il faut observer : περιοπτέον [[ὅπως]] [[μή]] THC il faut veiller à ce que… ne.<br />'''Étymologie:''' [[περιοράω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιοπτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[περιοράω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που μπορεί να παραβλέπεται ή να γίνεται [[ανεκτός]], με μτχ., οὔ [[σφι]] περιοπτέα Ἑλλὰς ἀπολλυμένη, σε Ηρόδ.· με απαρ., [[ἡμῖν]] τοῦτό ἐστι οὐ περιοπτέον, [[γένος]] τὸ Εὐρυσθένεος [[γενέσθαι]] ἐξίτηλον, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> παρακολουθούμαι ή προστατεύομαι [[εναντίον]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> <i>περιοπτέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να παραβλέπει ή να ανέχεται, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιοπτέος Medium diacritics: περιοπτέος Low diacritics: περιοπτέος Capitals: ΠΕΡΙΟΠΤΕΟΣ
Transliteration A: perioptéos Transliteration B: periopteos Transliteration C: periopteos Beta Code: periopte/os

English (LSJ)

α, ον, (περιοράω)

   A to be overlooked or suffered, c. part., οὔ σφι π. Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Hdt.7.168 ; ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ π., γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον Id.5.39.    2 to be watched or guarded against, Th.8.48.    II περιοπτέον one must overlook or suffer, X. Lac.9.5, Agath.3.10.

German (Pape)

[Seite 585] adj. verb. zu περιοράω, man muß übersehen, unbeachtet lassen; c. partic., οὔ σφι περιοπτέη ἐστὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Her. 7, 168; mit dem inf., 5, 39 ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ περιοπτέον, γένος γενέσθαι ἐξίτηλον.

Greek (Liddell-Scott)

περιοπτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ περιοράω, ὃν δεῖ περιορᾶν, μετὰ μετοχ., οὔ σφι π. Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Ἡρόδ. 7. 168· ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ π. γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον ὁ αὐτ. 5. 39. 2) περιοπτέον σφίσι, περιαθρητέον, Θουκ. 8. 48. ΙΙ. περιοπτέον, πρέπει τις νὰ παραβλέπῃ ἢ νὰ ἀνέχηται, Ξεν. Λακ. 9. 5,

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’il faut observer : περιοπτέον ὅπως μή THC il faut veiller à ce que… ne.
Étymologie: περιοράω.

Greek Monotonic

περιοπτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του περιοράω,
I. 1. αυτός που μπορεί να παραβλέπεται ή να γίνεται ανεκτός, με μτχ., οὔ σφι περιοπτέα Ἑλλὰς ἀπολλυμένη, σε Ηρόδ.· με απαρ., ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ περιοπτέον, γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον, στον ίδ.
2. παρακολουθούμαι ή προστατεύομαι εναντίον, σε Θουκ.
II. περιοπτέον, αυτό που πρέπει κάποιος να παραβλέπει ή να ανέχεται, σε Ξεν.