περιαιρετός: Difference between revisions
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
(32) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[περιαιρετός]], -ή, -όν, ΝΑ [[περιαιρώ]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί να αποσπάσει [[κανείς]] από το [[σημείο]] που [[είναι]] προσαρμοσμένος (α. «περιαιρετή [[κλίμακα]]» — η [[ανεμόσκαλα]]<br />β. «τῆς Ἀθηνᾱς τὸ [[ἄγαλμα]] τὸν περιαιρετὸν ἀποδύσας κόσμον», <b>Παυσ.</b>). | |mltxt=-ή, -ό / [[περιαιρετός]], -ή, -όν, ΝΑ [[περιαιρώ]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί να αποσπάσει [[κανείς]] από το [[σημείο]] που [[είναι]] προσαρμοσμένος (α. «περιαιρετή [[κλίμακα]]» — η [[ανεμόσκαλα]]<br />β. «τῆς Ἀθηνᾱς τὸ [[ἄγαλμα]] τὸν περιαιρετὸν ἀποδύσας κόσμον», <b>Παυσ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιαιρετός:''' -ή, -όν, αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να αφαιρέσει, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A that may be taken off, removable, ἅπαν [τὸ χρυσίον] Th.2.13; κόσμος Paus.1.25.7; προσωπεῖον Luc.Pr.Im.3, cf. Plu.2.828b.
German (Pape)
[Seite 568] ringsum weg- oder abgenommen, Luc. pro imag. 3 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιαιρετός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, ἅπαν [τὸ χρυσίον] Θουκ. 2. 13· κόσμος Παυσ. 1. 25, 7· προσωπεῖον Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 3· π. τι ποιεῖν Πλούτ. 2. 828Β.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
enlevé ou coupé tout autour.
Étymologie: περιαιρέω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / περιαιρετός, -ή, -όν, ΝΑ περιαιρώ
αυτός τον οποίο μπορεί να αποσπάσει κανείς από το σημείο που είναι προσαρμοσμένος (α. «περιαιρετή κλίμακα» — η ανεμόσκαλα
β. «τῆς Ἀθηνᾱς τὸ ἄγαλμα τὸν περιαιρετὸν ἀποδύσας κόσμον», Παυσ.).
Greek Monotonic
περιαιρετός: -ή, -όν, αυτός που μπορεί κάποιος να αφαιρέσει, σε Θουκ.