περίπλικτος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
(32) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α [[περιπλίσσομαι]]<br />(για τα σκέλη χορευτών) [[περίπλεκτος]]. | |mltxt=-ον, Α [[περιπλίσσομαι]]<br />(για τα σκέλη χορευτών) [[περίπλεκτος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περίπλικτος:''' -ον, διασταυρωμένος, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A crossing, ποσσὶ π., of dancers, Theoc.18.8 (v.l. -πλέκτοις).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
var. de περίπλεκτος.
Greek Monolingual
-ον, Α περιπλίσσομαι
(για τα σκέλη χορευτών) περίπλεκτος.
Greek Monotonic
περίπλικτος: -ον, διασταυρωμένος, σε Λουκ.