πικρίζω: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Ν ΜΑ [[πικρός]]<br />έχω πικρή [[γεύση]] (α. «τα χόρτα πικρίζουν» β. «πικρίζειν ἐν τῇ γεύσει», Ορειβ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[πικρός]], [[αποκτώ]] πικρή [[γεύση]]<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] πικρό, [[δίνω]] πικρή [[γεύση]] σε [[κάτι]].
|mltxt=Ν ΜΑ [[πικρός]]<br />έχω πικρή [[γεύση]] (α. «τα χόρτα πικρίζουν» β. «πικρίζειν ἐν τῇ γεύσει», Ορειβ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[πικρός]], [[αποκτώ]] πικρή [[γεύση]]<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] πικρό, [[δίνω]] πικρή [[γεύση]] σε [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πικρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[πικρός]]), είμαι [[πικρός]] ή έχω πικρή [[γεύση]], σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 01:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρίζω Medium diacritics: πικρίζω Low diacritics: πικρίζω Capitals: ΠΙΚΡΙΖΩ
Transliteration A: pikrízō Transliteration B: pikrizō Transliteration C: pikrizo Beta Code: pikri/zw

English (LSJ)

   A to be or taste bitter, Str.11.2.17, Archig. ap. Orib.8.1.37 ; π. ἐν τῇ γεύσει Dsc.1.20.

German (Pape)

[Seite 614] bitter sein, werden, bitter schmecken, Strab., Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

πικρίζω: ὡς καὶ νῦν, εἶμαι πικρὸς ἢ ἔχω γεῦσιν πικράν, Στράβ. 498. Κλήμ. Ἀλ. 893.

French (Bailly abrégé)

avoir un goût d’amertume.
Étymologie: πικρός.

Greek Monolingual

Ν ΜΑ πικρός
έχω πικρή γεύση (α. «τα χόρτα πικρίζουν» β. «πικρίζειν ἐν τῇ γεύσει», Ορειβ.)
νεοελλ.
1. γίνομαι πικρός, αποκτώ πικρή γεύση
2. καθιστώ κάτι πικρό, δίνω πικρή γεύση σε κάτι.

Greek Monotonic

πικρίζω: μέλ. -σω (πικρός), είμαι πικρός ή έχω πικρή γεύση, σε Στράβ.