πολυθαρσής: Difference between revisions
From LSJ
(33) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολύ [[θάρρος]], [[μεγάλη]] [[αυτοπεποίθηση]] («εἰ γὰρ νῦν Τρώεσσι [[μένος]] πολυθαρσὲς ἐνείη», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θαρραλέος]], [[γενναίος]]<br /><b>3.</b> (για πόλεμο) αυτός που διεξάγεται με μεγάλο [[θάρρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θαρσής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάρσος]], <i>το</i> «[[θάρρος]], [[θράσος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>θαρσής</i>]. | |mltxt=-ές, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολύ [[θάρρος]], [[μεγάλη]] [[αυτοπεποίθηση]] («εἰ γὰρ νῦν Τρώεσσι [[μένος]] πολυθαρσὲς ἐνείη», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θαρραλέος]], [[γενναίος]]<br /><b>3.</b> (για πόλεμο) αυτός που διεξάγεται με μεγάλο [[θάρρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θαρσής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάρσος]], <i>το</i> «[[θάρρος]], [[θράσος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>θαρσής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολυθαρσής:''' -ές ([[θάρσος]]), [[πολύ]] θαραλλέος, σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A much-confident, μένος Il.17.156, Od.13.387; valorous, πόλεμος A.R.2.912.
German (Pape)
[Seite 663] ές, mit vieler Zuversicht, getrost, dreist; μένος, Il. 17, 156. 19, 37, wie Od. 13, 387; u. in späterer Prosa, wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πολυθαρσής: -ές, λίαν θαρραλέος, εὐθαρσής, μένος Ἰλ. Ρ. 156, Ὀδ. Ν. 387.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
plein de confiance, audacieux.
Étymologie: πολύς, θάρσος.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ές, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, μεγάλη αυτοπεποίθηση («εἰ γὰρ νῦν Τρώεσσι μένος πολυθαρσὲς ἐνείη», Ομ. Οδ.)
2. θαρραλέος, γενναίος
3. (για πόλεμο) αυτός που διεξάγεται με μεγάλο θάρρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -θαρσής (< θάρσος, το «θάρρος, θράσος»), πρβλ. ευ-θαρσής].