πολύμνηστος: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[πολυμνήστη]].———————— <b>(II)</b><br />και πολύμναστος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο θυμάται [[κανείς]] με [[ευγνωμοσύνη]]<br /><b>2.</b> αυτός που θυμάται πολύ, που έχει [[βαθιά]] στη [[μνήμη]] του [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μνηστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[μιμνήσκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αεί</i>-<i>μνηστος</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[πολυμνήστη]].———————— <b>(II)</b><br />και πολύμναστος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο θυμάται [[κανείς]] με [[ευγνωμοσύνη]]<br /><b>2.</b> αυτός που θυμάται πολύ, που έχει [[βαθιά]] στη [[μνήμη]] του [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μνηστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[μιμνήσκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αεί</i>-<i>μνηστος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολύμνηστος:''' -ον ([[μνάομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που θυμάται [[πολλά]], [[επιμελής]], [[προσεκτικός]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός τον οποίο θυμούνται [[πολύ]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον (η, ον Emp.4.3), (μιμνήσκομαι)
A much-remembering, mindful, Μοῦσα l.c.; θεοῖσι . . π. χάριν τίνειν A.Ag.821. II Pass., much-remembered, πολύμναστον . . αἷμα ib.1459 (lyr.); σπέρμα Orph.H.50.2.
German (Pape)
[Seite 666] χάρις, 1) viel, sehr eingedenk, sich gut erinnernd, Aesch. Ag. 795. – 2) wie πολύμνητος, dessen man viel gedenkt, viel gefeiert, Aesch. Ag. 1438.
Greek (Liddell-Scott)
πολύμνηστος: -ον, ὃν μετ’ εὐγνωμοσύνης ἐνθυμεῖταί τις, θεοῖσι... π. χάριν τίνειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 821. ΙΙ. πολυενθύμητος, αἷμα αὐτόθι 1459.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a une mémoire très fidèle, reconnaissant;
2 dont on garde fidèlement le souvenir.
Étymologie: πολύς, μνάομαι.
Greek Monolingual
(I)
ἡ, Α
βλ. πολυμνήστη.———————— (II)
και πολύμναστος, -ον, Α
1. αυτός τον οποίο θυμάται κανείς με ευγνωμοσύνη
2. αυτός που θυμάται πολύ, που έχει βαθιά στη μνήμη του κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μνηστός (< μιμνήσκω), πρβλ. αεί-μνηστος].
Greek Monotonic
πολύμνηστος: -ον (μνάομαι),
I. αυτός που θυμάται πολλά, επιμελής, προσεκτικός, σε Αισχύλ.
II. Παθ., αυτός τον οποίο θυμούνται πολύ, στον ίδ.