πολύθροος: Difference between revisions

From LSJ

Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh

Menander, Monostichoi, 204
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />très bruyant, très sonore.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[θρόος]].
|btext=οος, οον;<br />très bruyant, très sonore.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[θρόος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύθροος:''' -ον, συνηρ. -[[θρους]], -ουν, αυτός που κάνει [[πολύ]] θόρυβο, [[θορυβώδης]], πολύβουος, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύθροος Medium diacritics: πολύθροος Low diacritics: πολύθροος Capitals: ΠΟΛΥΘΡΟΟΣ
Transliteration A: polýthroos Transliteration B: polythroos Transliteration C: polythroos Beta Code: polu/qroos

English (LSJ)

ον, contr. πολύ-θρους, ουν,

   A clamorous, μάται A.Supp.820 (lyr.); φήμη Tryph.236; κυκλίων στίχος App.Anth.3.186.

German (Pape)

[Seite 663] zsgzgn πολύθρους, mit vielem Lärm, μάται, Aesch. Suppl. 800; viel sprechend, δέλτου διαπτυχαί, v. l. πολύθυροι, Eur. I. T. 727; στίχος κυκλίων, Ep. ad. 571 (App. 109).

Greek (Liddell-Scott)

πολύθροος: -ον, συνῃρ. -θρους, ουν, ὁ μετὰ πολλοῦ θορύβου, θορυβώδης, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 820· κυκλίων στίχος Ἀνθ. Π. παράρτ. 109.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
très bruyant, très sonore.
Étymologie: πολύς, θρόος.

Greek Monotonic

πολύθροος: -ον, συνηρ. -θρους, -ουν, αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, θορυβώδης, πολύβουος, σε Αισχύλ.