πορεύσιμος: Difference between revisions
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πορεύσιμος]], -ον, θηλ. και -ίμη, ΝΑ<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να διαπεράσει, [[διαβατός]] («ἡ τοῡ ποταμοῡ ὁδὸς [[πορεύσιμος]] ἀνθρώποις ἐγίνετο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) [[επιτήδειος]] για [[πορεία]] («[[πάντα]] δὲ ὅσα πολύποδα καὶ ἄποδα, καὶ ὅσα πορεύσιμα καὶ ὅσα μόνιμα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ικανὸς να μεταφέρει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πορεύσιμον</i><br />η [[δυνατότητα]] διέλευσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορεύω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στρατεύ</i>-<i>σιμος</i>)]. | |mltxt=-η, -ο / [[πορεύσιμος]], -ον, θηλ. και -ίμη, ΝΑ<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να διαπεράσει, [[διαβατός]] («ἡ τοῡ ποταμοῡ ὁδὸς [[πορεύσιμος]] ἀνθρώποις ἐγίνετο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) [[επιτήδειος]] για [[πορεία]] («[[πάντα]] δὲ ὅσα πολύποδα καὶ ἄποδα, καὶ ὅσα πορεύσιμα καὶ ὅσα μόνιμα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ικανὸς να μεταφέρει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πορεύσιμον</i><br />η [[δυνατότητα]] διέλευσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορεύω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στρατεύ</i>-<i>σιμος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πορεύσιμος:''' -ον και -η, -ον, αυτός που μπορεί να διαπεραστεί, να διασχιστεί, [[διαβατός]], προσπελάσιμος, σε Ξεν.· λέγεται για δρόμο, [[διαβατός]], [[ομαλός]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, also η, ον Them.Or.6.83c:—
A that may be crossed, passable, ἡ τοῦ ποταμοῦ ὁδὸς π. ἀνθρώποις ἐγίγνετο X.Cyr.7.5.16; εἰ π. εἴη τὸ ἔδαφος τοῦ ποταμοῦ ib.18; π. ἦν τὸ . . πέλαγος Pl.Ti.24e; [θύραι] ἀνθρώποις π. Porph.Antr.3; παρεχέτωσαν . . π. τὰς ὁδούς OGI483.30 (Pergam.): in neut., [ὁδόν], ἥνπερ ἥν πορεύσιμον by which it was possible to pass, E.El.1046. II Act., able to go or travel, Pl.Epin.981d. 2 able to carry, π. ὄχημα τοῖς κομιζομένοις, of the sea, Plu.2.86e.
German (Pape)
[Seite 682] ον, gangbar, wegsam, ὁδός, Eur. El. 1046; τότε πορεύσιμον ἦν τὸ πέλαγος, Plat. Tim. 24 e; Xen. Cyr. 7, 5, 16. – Auch alt., fähig zu reisen, zu gehen, im Ggstz von μόνιμος, Plat. Epinom. 981 d; Plut. de cap. util. ex host. p. 270 sagt πορεύσιμον ὄχημα = πορεῖον.
Greek (Liddell-Scott)
πορεύσιμος: -ον, ὡσαύτως η, ον, (πορεύω) ὃν δύναταί τις νὰ διέλθῃ, διαβατός, ἡ τοῦ ποταμοῦ ὁδὸς π. ἀνθρώποις ἐγίνετογ Ξεν. Κύρ. 7. 5, 16· εἰ π. εἴη τὸ ἔδαφος τοῦ ποταμοῦ αὐτόθι 18· π. ἦν τό... πέλαγος Πλάτ. Τίμ. 24Ε· ― ἐν τῷ οὐδ. [ὁδόν], ἥνπερ ἦν πορεύσιμον, δι’ ἧς ἦτο δυνατὸν νὰ διέλθῃ τις, Εὐρ. Ἡλ. 1046. ΙΙ. ἐνεργ., ἱκανὸς νὰ πορευθῇ ἢ ταξιδεύσῃ, Πλάτ. Ἐπιν. 981D. 2) ἱκανὸς νὰ φέρῃ ἢ μεταφέρῃ, π. ὄχημα τοῖς κομιζομένοις, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Πλούτ. 2. 86Ε.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
1 où l’on peut passer, praticable, accessible;
2 qui peut transporter.
Étymologie: πορεύω.
Greek Monolingual
-η, -ο / πορεύσιμος, -ον, θηλ. και -ίμη, ΝΑ
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διαπεράσει, διαβατός («ἡ τοῡ ποταμοῡ ὁδὸς πορεύσιμος ἀνθρώποις ἐγίνετο», Ξεν.)
αρχ.
1. (για ζώα) επιτήδειος για πορεία («πάντα δὲ ὅσα πολύποδα καὶ ἄποδα, καὶ ὅσα πορεύσιμα καὶ ὅσα μόνιμα», Πλάτ.)
2. ικανὸς να μεταφέρει κάτι
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πορεύσιμον
η δυνατότητα διέλευσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορεύω + κατάλ. -σιμος (πρβλ. στρατεύ-σιμος)].
Greek Monotonic
πορεύσιμος: -ον και -η, -ον, αυτός που μπορεί να διαπεραστεί, να διασχιστεί, διαβατός, προσπελάσιμος, σε Ξεν.· λέγεται για δρόμο, διαβατός, ομαλός, σε Ευρ.