πολυπλοκία: Difference between revisions
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[πολύπλοκος]]<br />[[δολιότητα]], [[πανουργία]]. | |mltxt=ἡ, ΜΑ [[πολύπλοκος]]<br />[[δολιότητα]], [[πανουργία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολυπλοκία:''' ἡ, [[πανουργία]], πονηριά, σε Θέογν. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A cunning, craft, Thgn.67 (pl.).
German (Pape)
[Seite 669] ἡ, Verschlagenheit, Theogn. 67.
Greek (Liddell-Scott)
πολυπλοκία: ἡ, πανουργία, δολιότης, Θέογν. 67.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
enchevêtrement ; ruse, fourberie.
Étymologie: πολύπλοκος.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ πολύπλοκος
δολιότητα, πανουργία.
Greek Monotonic
πολυπλοκία: ἡ, πανουργία, πονηριά, σε Θέογν.