πρηνίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151
(34)
(6)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, δωρ. και αττ. τ. [[πρανίζω]] Α [[πρηνής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βάζω]] κάποιον με το [[πρόσωπο]] [[προς]] το [[έδαφος]], [[προς]] τα [[κάτω]], δηλ. [[πρηνηδόν]], τον [[πιστομίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταστρέφω]], [[κατακρημνίζω]] [[κάτι]] («ἐπρήνιζε τὴν Εὐρυμέδοντος πόλιν», Ευφορ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>πρηνίζομαι</i><br />ανατρέπομαι, αναποδογυρίζομαι («ἅμα νηΐ πρηνιχθείς», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ, δωρ. και αττ. τ. [[πρανίζω]] Α [[πρηνής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βάζω]] κάποιον με το [[πρόσωπο]] [[προς]] το [[έδαφος]], [[προς]] τα [[κάτω]], δηλ. [[πρηνηδόν]], τον [[πιστομίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταστρέφω]], [[κατακρημνίζω]] [[κάτι]] («ἐπρήνιζε τὴν Εὐρυμέδοντος πόλιν», Ευφορ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>πρηνίζομαι</i><br />ανατρέπομαι, αναποδογυρίζομαι («ἅμα νηΐ πρηνιχθείς», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρηνίζω:''' [[καταρρίπτω]], [[ρίχνω]] [[κάτω]] — Παθ., [[πέφτω]] [[κάτω]], καταρρίπτομαι, <i>πρηνιχθείς</i>, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 700] ίσω u. ίξω, att. πρανίζω, was Eust. erklärt ἐπὶ πρόσωπον ῥίπτω, wie πρανιχθέντα bei Hesych. τὰ ἐπὶ στόμα πεσόντα, – vorwärts od. kopfüber neigen, stürzen; ἐπρήνιξε πόλιν, eine Stadt niederstürzen, von Grund aus zerstören, Euphor. frg. 16; von Menschen, Nonn. D. 11, 221. 18, 299. 23, 88; πρήνιξον, 10, 87; ἅμα νηῒ πρηνιχθεὶς ὕδασιν ἐγκατέδυν, Isidor. 3 (XII, 532).

Greek (Liddell-Scott)

πρηνίζω: μέλλ. -ίσω καὶ -ίξω, καταβάλλω, καταρρίπτω, κατεδαφίζω, ἐπρήνιξε τὴν Εὐρυμέδοντος πόλιν Εὐφορίων ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 687. 34, Χρησμ. Σιβυλλ. 4. 59, 106, πρβλ. Valck. εἰς Ἡρόδ. 6. 27. ― Παθ., «πίπτω ἐπὶ κεφαλῆς», «κατακέφαλα», πρηνιχθεὶς Ἀνθ. Π. 7. 532· πρᾱνιχθῆναι· «τὸ ἐπὶ στόμα πεσεῖν» Ζωναρ. Λεξ. 1585· «πρηνιχθέντα· ἐπὶ πρόσωπον καί ἐπὶ στόμα πεσόντα» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

laisser tomber la tête la première, précipiter ; fig. renverser, ruiner, détruire.
Étymologie: πρηνής.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, δωρ. και αττ. τ. πρανίζω Α πρηνής
νεοελλ.
βάζω κάποιον με το πρόσωπο προς το έδαφος, προς τα κάτω, δηλ. πρηνηδόν, τον πιστομίζω
μσν.-αρχ.
1. καταστρέφω, κατακρημνίζω κάτι («ἐπρήνιζε τὴν Εὐρυμέδοντος πόλιν», Ευφορ.)
2. παθ. πρηνίζομαι
ανατρέπομαι, αναποδογυρίζομαι («ἅμα νηΐ πρηνιχθείς», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

πρηνίζω: καταρρίπτω, ρίχνω κάτω — Παθ., πέφτω κάτω, καταρρίπτομαι, πρηνιχθείς, σε Ανθ.