πρατός: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[προς]] [[πώληση]], [[πράσιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>περᾱ</i>- του [[πέρνημι]] (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]], <b>πρβλ.</b> <i>πι</i>-<i>πρᾱ</i>-<i>σκω</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τος</i>].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[προς]] [[πώληση]], [[πράσιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>περᾱ</i>- του [[πέρνημι]] (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]], <b>πρβλ.</b> <i>πι</i>-<i>πρᾱ</i>-<i>σκω</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρᾱτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[πιπράσκω]], αυτός που μπορεί να πωληθεί, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾱτός Medium diacritics: πρατός Low diacritics: πρατός Capitals: ΠΡΑΤΟΣ
Transliteration A: pratós Transliteration B: pratos Transliteration C: pratos Beta Code: prato/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A for sale, πρατόν νιν ἐξέπεμψεν S.Tr.276, cf. Test.Epict.7.11, POxy.1117.24 (ii A. D.). PGnom.190, 193 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 696] adj. verb. von πιπράσκω, verkauft, Soph. Trach. 275.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾱτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., πράσιμος, πρὸς πώλησιν, πρατόν νιν ἐξέπεμψεν, ὅπως πωληθῇ, (προληπτ.), Σοφ. Τρ. 276.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
vendu.
Étymologie: adj. verb. de πιπράσκω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που είναι προς πώληση, πράσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ- του πέρνημι (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. πι-πρᾱ-σκω) + επίθημα -τος].

Greek Monotonic

πρᾱτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του πιπράσκω, αυτός που μπορεί να πωληθεί, σε Σοφ.