προαναστέλλω: Difference between revisions
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[αναχαιτίζω]], [[συγκρατώ]] εκ τών προτέρων («τὰς ταραχὰς προαναστέλλων τῆς ἐκκλησίας», Σάθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>προαναστέλλομαι</i><br />(στη [[χειρουργική]]) χαράσσομαι, ανοίγομαι για πρώτη [[φορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναστέλλω]] «[[αναχαιτίζω]], [[συγκρατώ]]»]. | |mltxt=ΜΑ<br />[[αναχαιτίζω]], [[συγκρατώ]] εκ τών προτέρων («τὰς ταραχὰς προαναστέλλων τῆς ἐκκλησίας», Σάθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>προαναστέλλομαι</i><br />(στη [[χειρουργική]]) χαράσσομαι, ανοίγομαι για πρώτη [[φορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναστέλλω]] «[[αναχαιτίζω]], [[συγκρατώ]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προαναστέλλω:''' μέλ. <i>-στελῶ</i>, [[ανακόπτω]], [[εμποδίζω]] εκ των προτέρων, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A check beforehand, τὸ θρασυνόμενον αὐτῶν Plu.Per.15; τὸν κόρον Aristaenet. 2.1; τὸ παρὰ φύσιν Procl. in Cra.p.99 P.; νέφη, of the wind, Sch.Arat. 416. 2 in Surgery, draw back or open out first, in Pass., Sor.Fract. 2.
German (Pape)
[Seite 707] vorher aufhalten, mäßigen, Plut. ἐλπίσι καὶ φόβοις ὥςπερ οἴαξι τὸ θρασυνόμενον, Pericl. 15, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
προαναστέλλω: ἀναστέλλω, ἀνακόπτω, ἐμποδίζω πρότερον, Πλουτ. Περικλ. 15, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
contenir ou réprimer d’avance, acc..
Étymologie: πρό, ἀναστέλλω.
Greek Monolingual
ΜΑ
αναχαιτίζω, συγκρατώ εκ τών προτέρων («τὰς ταραχὰς προαναστέλλων τῆς ἐκκλησίας», Σάθ.)
αρχ.
παθ. προαναστέλλομαι
(στη χειρουργική) χαράσσομαι, ανοίγομαι για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀναστέλλω «αναχαιτίζω, συγκρατώ»].
Greek Monotonic
προαναστέλλω: μέλ. -στελῶ, ανακόπτω, εμποδίζω εκ των προτέρων, σε Πλούτ.