προσφθεγκτός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[προσφθέγγομαι]]<br />αυτός που προσφωνείται ή ο [[άξιος]] να προσφωνηθεί.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[προσφθέγγομαι]]<br />αυτός που προσφωνείται ή ο [[άξιος]] να προσφωνηθεί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσφθεγκτός:''' Δωρ. [[ποτί]]-φθ-, -ον,<br /><b class="num">I.</b> προσφωνούμενος, αυτός προς τον οποίο απευθύνεται [[χαιρετισμός]], <i>σοῦ φωνῆς</i>, με τη [[φωνή]] [[σου]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που χαιρετά, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσφθεγκτός Medium diacritics: προσφθεγκτός Low diacritics: προσφθεγκτός Capitals: ΠΡΟΣΦΘΕΓΚΤΟΣ
Transliteration A: prosphthenktós Transliteration B: prosphthenktos Transliteration C: prosfthegktos Beta Code: prosfqegkto/s

English (LSJ)

ή, όν, Dor. ποτιφθ-,

   A addressed, saluted, σοῦ φωνῆς by thy voice, S.Ph.1067, cf. AP7.649 (Anyt.).

German (Pape)

[Seite 786] angeredet, οὐδὲ σοῦ φωνῆς ἔτι γενήσομαι προσφθεγκτός, Soph. Phil. 1056. In dor. Form, ποτιφθεγκτά, Anyte 16 (VII, 649), anredend.

Greek (Liddell-Scott)

προσφθεγκτός: Δωρ. ποτιφθ-, ον, ὁ προσφθεγγόμενος, προσφωνούμενος, χαιρετιζόμενος, σοῦ φωνῆς, διὰ τῆς φωνῆς σου, Σοφ. Φιλ. 1067. ΙΙ. ἐνεργ., χαιρετίζων, Ἀνθ. Π. 7. 649.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
à qui l’on adresse la parole : φωνῆς τινος SOPH salué ou interpellé par la voix de qqn.
Étymologie: adj. verb. de προσφθέγγομαι.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α προσφθέγγομαι
αυτός που προσφωνείται ή ο άξιος να προσφωνηθεί.

Greek Monotonic

προσφθεγκτός: Δωρ. ποτί-φθ-, -ον,
I. προσφωνούμενος, αυτός προς τον οποίο απευθύνεται χαιρετισμός, σοῦ φωνῆς, με τη φωνή σου, σε Σοφ.
II. Ενεργ., αυτός που χαιρετά, σε Ανθ.