προσβραχής: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />[[κάπως]] [[ρηχός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βραχύς]], [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />[[κάπως]] [[ρηχός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βραχύς]], [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσβρᾰχής:''' -ές ([[βράχος]]), κάπως [[ρηχός]], σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσβρᾰχής Medium diacritics: προσβραχής Low diacritics: προσβραχής Capitals: ΠΡΟΣΒΡΑΧΗΣ
Transliteration A: prosbrachḗs Transliteration B: prosbrachēs Transliteration C: prosvrachis Beta Code: prosbraxh/s

English (LSJ)

ές,

   A somewhat shallow, Str.6.3.6, al.

German (Pape)

[Seite 754] ές, richtigere Lesart statt προβραχής, etwas seicht, Strab. 6, 3, 6, auch 5, 4, 5; vgl. Lob. Phryn. 540.

Greek (Liddell-Scott)

προσβρᾰχής: -ές, κἄπως «ῥηχός», Στράβ. 244 (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἡμαρτημένως προβρ-), 282, 308· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 540.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
peu profond ; guéable.
Étymologie: πρός, βράχος².

Greek Monolingual

-ές, Α
κάπως ρηχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + βραχύς, κατά τα επίθ. σε -ής].

Greek Monotonic

προσβρᾰχής: -ές (βράχος), κάπως ρηχός, σε Στράβ.