προϋφαιρέω: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />enlever secrètement auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὑφαιρέω]]. | |btext=-ῶ :<br />enlever secrètement auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὑφαιρέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προϋφαιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αφαιρώ]] από [[πριν]] [[κρυφά]], <i>πρ. τὴν ἐκκλησίαν</i>, δηλ. [[συγκροτώ]] [[συνέλευση]] ([[χωρίς]] [[ανακοίνωση]]) [[πριν]] από τον καθορισμένο χρόνο, σε Αισχίν. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A snatch, π. τὰς ἐκκλησίας, i.e. have them held before the proper time, Aeschin.2.61.
German (Pape)
[Seite 795] (s. αἱρέω), vorher (darunter) wegnehmen, τὰς ἐκκλησίας πρὶν ἐπιδημῆσαι τοὺς πρέσβεις, Aesch. 2, 61.
Greek (Liddell-Scott)
προϋφαιρέω: προϋποκλέπτω, πρ. τὴν ἐκκλησάιν, δηλ. συγκροτῶ συνέλευσιν αὐτῆς πρὸ τοῦ ὡρισμένου χρόνου, Αἰσχίν. 36 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
enlever secrètement auparavant.
Étymologie: πρό, ὑφαιρέω.
Greek Monotonic
προϋφαιρέω: μέλ. -ήσω, αφαιρώ από πριν κρυφά, πρ. τὴν ἐκκλησίαν, δηλ. συγκροτώ συνέλευση (χωρίς ανακοίνωση) πριν από τον καθορισμένο χρόνο, σε Αισχίν.