προωθέω: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> προωθήσω <i>et</i> προώσω ; <i>ao.</i> προέωσα;<br />pousser en avant ; faire avancer, pousser.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὠθέω]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> προωθήσω <i>et</i> προώσω ; <i>ao.</i> προέωσα;<br />pousser en avant ; faire avancer, pousser.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὠθέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προωθέω:''' μέλ. <i>-ωθήσω</i> και <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>-έωσα</i>, συνηρ. μτχ. [[πρώσας]]· [[σπρώχνω]] προς τα [[εμπρός]], [[σπρώχνω]] ή [[πιέζω]], σε Πλάτ.· [[προωθέω]] αὑτόν, [[εφορμώ]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 31 December 2018
English (LSJ)
aor. προέωσα, contr. part.
A πρώσας Hp.Nat.Mul.3, AP12.206 (Strat.), Luc.Asin.9; imper. πρῶσον prob. in Hsch.:—push forward, propel, Pl.Phd.84d (metaph.), Arist.HA611b32, al., Agatharch. 5, PPetr.2p.59 (iii B.C.); βιαίως π. τινὰ ἐπί τι Chrysipp.Stoic.3.95; π. αὑτόν rush on, X.Cyn.10.10. 2 simply, push, ὀπίσω Hp.Mul.1.69, cf. 2.145, Herod.Med.in Rh.Mus.58.106 (Pass.), Antyll. ap. Orib. 46.27.6; κάτω Hp.Nat.Mul.l.c. II thrust forward, sens. obsc., Luc. l.c. III Pass., to be pushed forward, Thphr.HP3.6.2; τὸ στῆθος ἔξω προεωθεῖτο, in tetanus, Aristid.Or.49(25).17.
German (Pape)
[Seite 801] (s. ὠθέω), vorwärts oder nach vorn stoßen, Plat. Phaed. 84 d u. Folgde; ἐπὶ τὸ πολὺ προωθεῖται ὁ χοῦς, Pol. 4, 41, 3; Luc. pro laps. 16; – auch ein Fechterausdruck; πρώσας = προώσας Strat. 48 (XII, 206), wie Luc. Asin. 10.
Greek (Liddell-Scott)
προωθέω: μέλλ. -ωθήσω, καὶ -ώσω· ἀόρ. προέωσα, συνῃρ. μετοχ. πρώσας Ἀνθ. Π. 12. 206, Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄν. 9. 10. Ὠθῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, «σπρώχνω» ἢ ἐπείγω, «βιάζω», Πλάτ. Φαίδων 84D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 1, κ. ἀλλ.· βιαίως πρ. τινὰ ἐπί τι Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 450C· πρ. αὐτόν, ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐφορμῶ, Ξεν. Κυν. 10, 10. ΙΙ. ἀπωθῶ, ὠθῶ μακράν, ὅρος παλαιστικός, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. προωθήσω et προώσω ; ao. προέωσα;
pousser en avant ; faire avancer, pousser.
Étymologie: πρό, ὠθέω.
Greek Monotonic
προωθέω: μέλ. -ωθήσω και -ώσω, αόρ. αʹ -έωσα, συνηρ. μτχ. πρώσας· σπρώχνω προς τα εμπρός, σπρώχνω ή πιέζω, σε Πλάτ.· προωθέω αὑτόν, εφορμώ, σε Ξεν.