πώλειος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(35)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εία, -ον, Μ [[πῶλος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πώλο, στο [[πουλάρι]].
|mltxt=-εία, -ον, Μ [[πῶλος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πώλο, στο [[πουλάρι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πώλειος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει σε μικρό [[άλογο]], [[χαίτη]], σε Σουΐδ.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πώλειος Medium diacritics: πώλειος Low diacritics: πώλειος Capitals: ΠΩΛΕΙΟΣ
Transliteration A: pṓleios Transliteration B: pōleios Transliteration C: poleios Beta Code: pw/leios

English (LSJ)

α, ον,

   A of a foal, χαίτη Suid.

Greek (Liddell-Scott)

πώλειος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς πῶλον, πωλεία χαίτη Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de poulain.
Étymologie: πῶλος.

Greek Monolingual

-εία, -ον, Μ πῶλος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πώλο, στο πουλάρι.

Greek Monotonic

πώλειος: -α, -ον, αυτός που ανήκει σε μικρό άλογο, χαίτη, σε Σουΐδ.