πυτίνη: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ. [[πιτύνη]], η, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[είδος]] φιάλης ή λαγηνιού που επενδύεται με [[πλέγμα]] ιτιάς ή λυγαριάς, κν. [[νταμιτζάνα]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πυτίνη</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Κρατίνου<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «... ἡ [[ἀμίς]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βυτίνα]]].
|mltxt=και δ. γρφ. [[πιτύνη]], η, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[είδος]] φιάλης ή λαγηνιού που επενδύεται με [[πλέγμα]] ιτιάς ή λυγαριάς, κν. [[νταμιτζάνα]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πυτίνη</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Κρατίνου<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «... ἡ [[ἀμίς]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βυτίνα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῡτίνη:''' [ῑ], ἡ, [[φλασκί]] που είναι καλυμμένο [[ολόγυρα]] με πλεγμένα κλαδιά λυγαριάς.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡτίνη Medium diacritics: πυτίνη Low diacritics: πυτίνη Capitals: ΠΥΤΙΝΗ
Transliteration A: pytínē Transliteration B: pytinē Transliteration C: pytini Beta Code: puti/nh

English (LSJ)

[ῑ], ἡ,

   A flask covered with plaited osier, Poll.7.175; name of a comedy by Cratinus.    II = ἀμίς, Hsch. (Cf. βυτίνη.)

German (Pape)

[Seite 826] ἡ, eine mit Weidenzweigen od. Bast umflochtene Weinflasche; so nannte Cratin. eine Comödie. – [Ueber die Quantität vergleiche Draco 45, 10. 99, 14.]

Greek (Liddell-Scott)

πῡτίνη: ἡ, πλεκτὴ λάγυνος ἢ φλασκίον κεκαλυμμένον διὰ πλέγματος ἰτέας ἢ λύγου, ὡς τὰ τῆς Χίου ἐν οἷς πωλεῖται τὸ «ἀνθόνερον», Πολυσ. Ζ΄, 174· ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Κρατίνου. [ῑ, Δράκων 45. 10., 90. 14]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πυτίνη πλεκτή, λάγυνος, ἔπλεκον δὲ ταύτας ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ οἱ δεσμῶται, καὶ σπυρίδας καὶ τὰ τοιαῦτα. ἢ ἡ ἀμίς».

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
bouteille couverte d’osier, fiasque ; titre d’une comédie de Cratinos.
Étymologie: DELG βυτίνη.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. πιτύνη, η, ΝΑ
1. είδος φιάλης ή λαγηνιού που επενδύεται με πλέγμα ιτιάς ή λυγαριάς, κν. νταμιτζάνα
2. ως κύριο όν. Πυτίνη
τίτλος κωμωδίας του Κρατίνου
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «... ἡ ἀμίς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βυτίνα].

Greek Monotonic

πῡτίνη: [ῑ], ἡ, φλασκί που είναι καλυμμένο ολόγυρα με πλεγμένα κλαδιά λυγαριάς.