ῥαιβοσκελής: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές / [[ῥαιβοσκελής]], -ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει τα σκέλη του ραιβά, [[στραβοπόδης]], [[στραβοκάνης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥαιβός]] «[[κυρτός]], [[στραβός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισο</i>-<i>σκελής</i>].
|mltxt=-ές / [[ῥαιβοσκελής]], -ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει τα σκέλη του ραιβά, [[στραβοπόδης]], [[στραβοκάνης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥαιβός]] «[[κυρτός]], [[στραβός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισο</i>-<i>σκελής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥαιβοσκελής:''' -ές ([[σκέλος]]), [[στραβοπόδης]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαιβοσκελής Medium diacritics: ῥαιβοσκελής Low diacritics: ραιβοσκελής Capitals: ΡΑΙΒΟΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: rhaiboskelḗs Transliteration B: rhaiboskelēs Transliteration C: raivoskelis Beta Code: r(aiboskelh/s

English (LSJ)

ές, (σκέλος)

   A bandy-legged, πάγουρος AP6.196 (Stat. Flacc.).

German (Pape)

[Seite 832] ές, mit einwärts gebogenen Füßen, vom Krebs, Flacc. 4 (VI, 196).

Greek (Liddell-Scott)

ῥαιβοσκελής: -ές, (σκέλος) ὁ ἔχων τὰ σκέλη ῥαιβά, καμπύλα πρὸς τὸ ἔνδον, «στραβοπόδης», πάγουρος Ἀνθολ. Π. 6. 196.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux jambes tortues, cagneux.
Étymologie: ῥαιβός, σκέλος.

Greek Monolingual

-ές / ῥαιβοσκελής, -ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει τα σκέλη του ραιβά, στραβοπόδης, στραβοκάνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαιβός «κυρτός, στραβός» + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο-σκελής].

Greek Monotonic

ῥαιβοσκελής: -ές (σκέλος), στραβοπόδης, σε Ανθ.