προσωφελέω: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />venir en aide à, τινι ; <i>en parl. de guerre</i> venir au secours de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὠφελέω]].
|btext=-ῶ :<br />venir en aide à, τινι ; <i>en parl. de guerre</i> venir au secours de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὠφελέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσωφελέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[βοηθώ]] ή [[επικουρώ]] [[επιπλέον]], [[συνεισφέρω]] [[βοήθεια]], <i>τινά</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης με δοτ., όπως [[ἐπωφελέω]], σε Ηρόδ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσωφελέω Medium diacritics: προσωφελέω Low diacritics: προσωφελέω Capitals: ΠΡΟΣΩΦΕΛΕΩ
Transliteration A: prosōpheléō Transliteration B: prosōpheleō Transliteration C: prosofeleo Beta Code: proswfele/w

English (LSJ)

   A help, assist besides, contribute to assist, τινας Hdt.9.68; σε PSI4.400.5 (iii B.C.): c. dat., Hdt.9.103, E.Alc.41, Heracl. 330: abs., ib.34, D.H.8.74; μέγα π. ἐς τὸ εὔσαρκον contribute to it, Hp.Art.53:—Pass., ὁ βραχίων τι προσωφελεῖται ἐς εὐσαρκίην gains something towards it, ibid.

German (Pape)

[Seite 790] dazu, dabei, mit helfen, beistehen; τοῖς ἀμηχάνοις, Eur. Heracl. 331; Alc. 42 u. öfter; bes. im Kriege Beistand leisten, τοῖς Ἕλλησι, Her. 9, 103; aber τοὺς φεύγοντας 9, 68; προσωφελητέον, Xen. Ages. 12; Folgde, wie Arr. An. 1, 8; D. Hal. 8, 74, im Kriege Hülfe leisten.

Greek (Liddell-Scott)

προσωφελέω: βοηθῶ, ὠφελῶ προσέτι, συντελῶ πρὸς βοήθειάν τινος, τινα Ἡρόδ. 9. 68, Εὐρ. Ἡρακλ. 34· ὡσαύτως μετὰ δοτ., ὡς τὸ ἐπωφελέω, Ἡρόδ. 9. 103, Εὐρ. Ἄλκ. 41, Ἡρακλ. 330· ἀπολ., Διον. Ἁλ. 8. 74· προσωφελῶ ἐς τὸ εὔσαρκον, συντελῶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821· καὶ ἐν τῷ παθ., ὁ βραχίων τι προσωφελέεται ἐς εὐσαρκίην, κερδαίνει τι πρός…, αὐτόθι.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
venir en aide à, τινι ; en parl. de guerre venir au secours de, τινι.
Étymologie: πρός, ὠφελέω.

Greek Monotonic

προσωφελέω: μέλ. -ήσω, βοηθώ ή επικουρώ επιπλέον, συνεισφέρω βοήθεια, τινά, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης με δοτ., όπως ἐπωφελέω, σε Ηρόδ., Ευρ.