πτωσκάζω: Difference between revisions

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
(35)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πτωκάζω]] Α<br />[[ζαρώνω]], μαζεύομαι από φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. του ρ. [[πτώσσω]] «[[ζαρώνω]], μαζεύομαι από φόβο», σχηματισμένος [[κατά]] το [[ἀλυσκάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλύσκω]]) πιθ. μέσω αμάρτυρου <i>πτώσκω</i>. Ο τ. [[πτωκάζω]] [[είναι]] εσφ.].
|mltxt=και [[πτωκάζω]] Α<br />[[ζαρώνω]], μαζεύομαι από φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. του ρ. [[πτώσσω]] «[[ζαρώνω]], μαζεύομαι από φόβο», σχηματισμένος [[κατά]] το [[ἀλυσκάζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλύσκω]]) πιθ. μέσω αμάρτυρου <i>πτώσκω</i>. Ο τ. [[πτωκάζω]] [[είναι]] εσφ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πτωσκάζω:''' ποιητ. αντί [[πτώσσω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτωσκάζω Medium diacritics: πτωσκάζω Low diacritics: πτωσκάζω Capitals: ΠΤΩΣΚΑΖΩ
Transliteration A: ptōskázō Transliteration B: ptōskazō Transliteration C: ptoskazo Beta Code: ptwska/zw

English (LSJ)

poet. for sq.,

   A crouch or cower for fear, Il.4.372.

German (Pape)

[Seite 812] poet. statt πτώσσω, in Furcht sein, sich aus Furcht verbergen od. fliehen, Il. 4, 372, wo alte v. l. πτωκάζω ist, die nur aus Ableitung von πτώξ entstanden zu sein scheint.

Greek (Liddell-Scott)

πτωσκάζω: ποιητ. ἀντὶ πτώσσω, συστέλλομαι μετὰ φόβου, Ἰλ. Δ. 372, ἔνθα ὁ Wolf καὶ ὁ Heyne ὀρθῶς ἀποδοκιμάζουσι τὴν διάφ. γραφ. πτωκάζω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
c. πτώσσω.

English (Autenrieth)

inf. -έμεν: crouch in fear, Il. 4.372†.

Greek Monolingual

και πτωκάζω Α
ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. του ρ. πτώσσω «ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο», σχηματισμένος κατά το ἀλυσκάζω (< ἀλύσκω) πιθ. μέσω αμάρτυρου πτώσκω. Ο τ. πτωκάζω είναι εσφ.].

Greek Monotonic

πτωσκάζω: ποιητ. αντί πτώσσω, σε Ομήρ. Ιλ.