ῥάκωμα: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
(36)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ώματος, τὸ, Α<br />κουρελάκι, μικρό [[απομεινάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εμφατικός τ. <span style="color: red;"><</span> [[ῥάκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωμα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πέπλ</i>-<i>ωμα</i>: [[πέπλος]])].
|mltxt=-ώματος, τὸ, Α<br />κουρελάκι, μικρό [[απομεινάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εμφατικός τ. <span style="color: red;"><</span> [[ῥάκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωμα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πέπλ</i>-<i>ωμα</i>: [[πέπλος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥάκωμα:''' -ατος, τό, σε πληθ., = <i>ῥάκη</i>, <i>ῥάκια</i>, κουρέλια, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾰκωμα Medium diacritics: ῥάκωμα Low diacritics: ράκωμα Capitals: ΡΑΚΩΜΑ
Transliteration A: rhákōma Transliteration B: rhakōma Transliteration C: rakoma Beta Code: r(a/kwma

English (LSJ)

ατος, τό, in pl.,= ῥάκη,

   A rags, Ar.Ach.432.

German (Pape)

[Seite 833] τό, = ῥάκος, Lumpenzeug, Ar. Ach. 407.

Greek (Liddell-Scott)

ῥάκωμα: τό, (ῥᾰκόω) ἐν τῷ πληθ., = ῥάκη, ῥάκια, Ἀριστοφ. Ἀχ. 432.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vêtement déguenillé, haillon.
Étymologie: ῥακόω.

Greek Monolingual

-ώματος, τὸ, Α
κουρελάκι, μικρό απομεινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εμφατικός τ. < ῥάκος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πέπλ-ωμα: πέπλος)].

Greek Monotonic

ῥάκωμα: -ατος, τό, σε πληθ., = ῥάκη, ῥάκια, κουρέλια, σε Αριστοφ.