ῥακόεις: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έσσα, -εν, Α<br /><b>1.</b> ο όμοιος με [[κουρέλι]] ή ο [[γεμάτος]] κουρέλια, ο κουρελιασμένος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[γεμάτος]] [[ρυτίδες]], ζαρωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>].
|mltxt=-έσσα, -εν, Α<br /><b>1.</b> ο όμοιος με [[κουρέλι]] ή ο [[γεμάτος]] κουρέλια, ο κουρελιασμένος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[γεμάτος]] [[ρυτίδες]], ζαρωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥᾰκόεις:''' -εσσα, -εν,<br /><b class="num">I.</b> [[κουρελής]], σχισμένος, κουρελιασμένος, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[ῥαγόεις]], ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, τσαλακωμένος, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾰκόεις Medium diacritics: ῥακόεις Low diacritics: ρακόεις Capitals: ΡΑΚΟΕΙΣ
Transliteration A: rhakóeis Transliteration B: rhakoeis Transliteration C: rakoeis Beta Code: r(ako/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A ragged, torn, tattered, AP6.21.    II (ῥάκος 11) wrinkled, χρώς ib.11.66 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 833] εσσα, εν, 1) lumpig, zerrissen, zersetzt, τήν τ' ἐπινωτίδιον βροχετῶν ῥακόεσσαν ἀγωγόν Ep. ad. 176 (VI, 21). – 2) wie ῥαγόεις, runzlig, χρὼς παρειῆς Antiphil. in Paralip. 122 (XI, 66).

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰκόεις: εσσα, εν, ῥακώδης, ἐσχισμένος, «κουρελιασμένος», Ἀνθ. Π. 6. 21. ΙΙ. ὡς τὸ ῥαγόεις, ἐρρυτιδωμένος, αὐτόθι 11. 66.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
déchiré :
1 déguenillé;
2 sillonné de rides, ridé.
Étymologie: ῥάκος.

Greek Monolingual

-έσσα, -εν, Α
1. ο όμοιος με κουρέλι ή ο γεμάτος κουρέλια, ο κουρελιασμένος
2. μτφ. ο γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + κατάλ. -όεις].

Greek Monotonic

ῥᾰκόεις: -εσσα, -εν,
I. κουρελής, σχισμένος, κουρελιασμένος, σε Ανθ.
II. όπως το ῥαγόεις, ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, τσαλακωμένος, στον ίδ.