Σαπφώ: Difference between revisions
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦς (ἡ) :<br />Sappho. | |btext=οῦς (ἡ) :<br />Sappho. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Σαπφώ:''' ἡ, γεν. <i>-οῦς</i>, αιτ. <i>-οῦν</i>, κλητ. <i>-οῖ</i>, η [[ποιήτρια]] [[Σαπφώ]], [[κορυφαία]] [[εκπρόσωπος]] της αρχαιοελληνικής λυρικής ποίησης. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦς, acc. οῦν Greg.Cor. p.427S., voc. οῖ, ἡ:—Sappho, Alc. 55, etc.; Aeol. ψάπφω Sapph.1.20, Sapph.Supp.23.5,
A BMus.Cat. Coins (Troas, etc.) p.200 (Mytil.); sts. Σάφφω, Head Hist.Num.2p.560 (Eresus):—Adj. Σαπφῷος, α, ον, Posidipp. ap. Ath.13.596d; or Σαπφικός, ή, όν, of Sapphic measure, Heph.14.1.
Greek (Liddell-Scott)
Σαπφώ: -οῦς, αἰτ. -οῦν Γρηγόρ. Κορίνθ. 427, κλητ. -οῖ, ἡ· ― ἡ ποιήτρια, Ἀλκαῖ. 54, κτλ.· Αἰολ. Ψαπφὼ αὐτόθι 64, Ahr. D. Aeol. § 7, 5· ἐν ἐπιγραφαῖς καὶ ἐπὶ νομισμάτων ἐνίοτε φέρεται Σάφφω, Συλλ. Ἐπιγρ. 1211. 4, Mionnet Descr. 2, σ. 46· ― ἐπίθετ. Σαπφῷος, α, ον, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 596D· ἢ Σαπφικός, ή, όν, ὁ ἔχων τὸ Σαπφικὸν μέτρον, Ἡφαιστ.
French (Bailly abrégé)
οῦς (ἡ) :
Sappho.
Greek Monotonic
Σαπφώ: ἡ, γεν. -οῦς, αιτ. -οῦν, κλητ. -οῖ, η ποιήτρια Σαπφώ, κορυφαία εκπρόσωπος της αρχαιοελληνικής λυρικής ποίησης.