σίκιννις: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ή σίκινις, -ίνιδος, ἡ, και, [[κατά]] τα Ανέκδοτα Βεκκήρου, σίκκινα, και [[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]] σίκκινον, τὸ, Α<br />[[είδος]] όρχησης στο σατυρικό [[δράμα]], [[κατά]] την οποία οι Σάτυροι χόρευαν με γοργό ρυθμό, με τη [[συνοδεία]] λύρας ή αυλού και κάνοντας πολύ κρότο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά τους Αρχαίους, η λ. [[σίκιννις]] έχει σχηματιστεί [[είτε]] από το όνομα του επινοητή του χορού <i>Σίκιννος</i> [[είτε]] από το όνομα μιας νύμφης της Κυβέλης. Κατά τις νεώτερες απόψεις, όμως, πρόκειται πιθ. για θρακοφρυγικό τ. που ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><i>ā</i><i>k</i>- «[[πηδώ]], [[στριφογυρίζω]], [[αναβλύζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[κηκίς]], [[κηκίω]])].
|mltxt=ή σίκινις, -ίνιδος, ἡ, και, [[κατά]] τα Ανέκδοτα Βεκκήρου, σίκκινα, και [[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]] σίκκινον, τὸ, Α<br />[[είδος]] όρχησης στο σατυρικό [[δράμα]], [[κατά]] την οποία οι Σάτυροι χόρευαν με γοργό ρυθμό, με τη [[συνοδεία]] λύρας ή αυλού και κάνοντας πολύ κρότο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά τους Αρχαίους, η λ. [[σίκιννις]] έχει σχηματιστεί [[είτε]] από το όνομα του επινοητή του χορού <i>Σίκιννος</i> [[είτε]] από το όνομα μιας νύμφης της Κυβέλης. Κατά τις νεώτερες απόψεις, όμως, πρόκειται πιθ. για θρακοφρυγικό τ. που ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><i>ā</i><i>k</i>- «[[πηδώ]], [[στριφογυρίζω]], [[αναβλύζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[κηκίς]], [[κηκίω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σίκιννῐς:''' [σῐ] ή σίκῑνις, -ιδος, ἡ, η Σίκιννις, [[χορός]] των Σατύρων στο σατυρικό [[δράμα]], σε Ευρ., Λουκ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίκιννῐς Medium diacritics: σίκιννις Low diacritics: σίκιννις Capitals: ΣΙΚΙΝΝΙΣ
Transliteration A: síkinnis Transliteration B: sikinnis Transliteration C: sikinnis Beta Code: si/kinnis

English (LSJ)

[σῐ], or σίκῑνις (E.Cyc.37), ιδος, ἡ, acc.

   A Σίκιννιν D.H.7.72:—Sicinnis, a dance of Satyrs used in the Satyric drama, S.Fr.772, E. l.c., D.H. l.c., Luc.Salt.22: named from its inventor Sicinnus, Ath.1.20e, cf. Scamon 1; or from Sicinnis, a nymph of Cybele, although originally danced in honour of Sabazios, Arr.Fr.106J.— Also written Σίκιννον, τό, Suid.; Σίκιννα, AB267.

German (Pape)

[Seite 880] ιδος, ἡ, die Sikinnis, ein Tanz der Satyrn, der im Satyrdrama gebräuchlich war; κρότος σικιννίδων, Eur. Cycl. 37; vom Erfinder Sikinnos benannt; vgl. Ath. I, 20. XIV, 618. 630; Poll. 4, 99; Schol. Ar. Nubb. 540.

Greek (Liddell-Scott)

σίκιννῐς: [σῐ], ἢ σίκῑνις (Δινδ. εἰς Εὐρ. Κύκλ. 37), -ιδος, ἡ, ἀλλ’ αἰτ. Σίκιννιν Διον. Ἁλ. 7. 72· - ὄρχησις τῶν σατύρων ἐν τοῖς σατυρικοῖς δράμασιν, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Διον. Ἁλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. π. Ὀρχ. 22· ὀνομασθεῖσα ἀπὸ τοῦ ἐπινοήσαντος αὐτὴν Σικίννου, παρ’ Ἀθην. 20Ε, 630Β· ἢ ἐκ τῆς Σικίννιδος, νύμφης τῆς Κυβέλης, Ἀρρ. παρ’ Εὐστ. 1078. 20. - Φέρεται καὶ Σίκιννον, τό, Κλήμ. Ἀλ. 271, Σουΐδ.· Σίκιννα, τό, Α. Β. 267. Ἐξ ἀρχῆς χορὸς Κρητικὸς εἰς τιμὴν τοῦ Σαβαζίου, Höck’ s Kreta, 1, σ. 209, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
acc. -ιν;
danse de Satyres.
Étymologie: DELG mot phrygien.

Greek Monolingual

ή σίκινις, -ίνιδος, ἡ, και, κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου, σίκκινα, και κατά το λεξ. Σούδα σίκκινον, τὸ, Α
είδος όρχησης στο σατυρικό δράμα, κατά την οποία οι Σάτυροι χόρευαν με γοργό ρυθμό, με τη συνοδεία λύρας ή αυλού και κάνοντας πολύ κρότο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τους Αρχαίους, η λ. σίκιννις έχει σχηματιστεί είτε από το όνομα του επινοητή του χορού Σίκιννος είτε από το όνομα μιας νύμφης της Κυβέλης. Κατά τις νεώτερες απόψεις, όμως, πρόκειται πιθ. για θρακοφρυγικό τ. που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kāk- «πηδώ, στριφογυρίζω, αναβλύζω» (πρβλ. κηκίς, κηκίω)].

Greek Monotonic

σίκιννῐς: [σῐ] ή σίκῑνις, -ιδος, ἡ, η Σίκιννις, χορός των Σατύρων στο σατυρικό δράμα, σε Ευρ., Λουκ. (αμφίβ. προέλ.).