σκιατραφής: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που κάνει καθιστική ζωή, [[μαλθακός]], [[μαμμόθρεφτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιά]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τραφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μηρο</i>-<i>τραφής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που κάνει καθιστική ζωή, [[μαλθακός]], [[μαμμόθρεφτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιά]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τραφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μηρο</i>-<i>τραφής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκῐᾱτρᾰφής:''' -ές ([[τρέφω]]), αυτός που ανατράφηκε στη [[σκιά]], που [[δηλαδή]] δεν είναι σκληραγωγημένος, [[μαλθακός]], [[τρυφηλός]].
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾱτρᾰφής Medium diacritics: σκιατραφής Low diacritics: σκιατραφής Capitals: ΣΚΙΑΤΡΑΦΗΣ
Transliteration A: skiatraphḗs Transliteration B: skiatraphēs Transliteration C: skiatrafis Beta Code: skiatrafh/s

English (LSJ)

ές,

   A brought up in the shade, i.e. leading a sedentary life, Agath.1.7.

German (Pape)

[Seite 898] ές, im Schatten erzogen, d. i. zu Hause, in der Stube, hinterm Ofen, bei sitzender Lebensart, nicht wie der Landmann unter freiem Himmel; dah. übh. weichlich erzogen, stubensitzerisch, umbratilis, umbraticus; ἀνδράριον σκ. καὶ ἁβροδίαιτον, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾱτρᾰφής: -ές, (τρέφω) ὁ ἀνατρεφόμενος ἐν τῇ σκιᾷ, δηλ. ζῶν ἐν σκιᾷ, διάγων βίον ἑδραῖον, «καθιστικόν», Λατ. umbratilis, Ἀγαθ. Ἱστ. 1. 7.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
élevé, grandi à l’ombre, càd qui mène une vie (trop) sédentaire, mou.
Étymologie: σκιά, τρέφω.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που κάνει καθιστική ζωή, μαλθακός, μαμμόθρεφτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + -τραφής (< τρέφω), πρβλ. μηρο-τραφής].

Greek Monotonic

σκῐᾱτρᾰφής: -ές (τρέφω), αυτός που ανατράφηκε στη σκιά, που δηλαδή δεν είναι σκληραγωγημένος, μαλθακός, τρυφηλός.